Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χαρακτήρας

  • 1 χαρακτήρας

    [характирас] ουσ. а. характер.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαρακτήρας

  • 2 характер

    α.
    1. χαρακτήρας•

    мягкий характер μαλακός χαρακτήρας•

    крутой характер απότομος χαρακτήρας•

    угрюмный характер σκυθρωπός χαρακτήρας•

    неуживчивый характер δύστροπος χαρακτήρας•

    сильный -ισχυρός χαρακτήρας•

    тврдый характер σταθερός χαρακτήρας•

    не сойтись -ами δεν ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας•

    два противоположные -а δυο αντίθετοι χαρακτήρες•

    тяжлый характер βαρύς χαρα-κτήρρας•

    дурной характер κακός χαρακτήρας, παλιο-χακτήρας.

    || ισχυρή θέληση•

    человек с -ом άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα•

    человек без -а άνθρωπος άβουλος.

    2. μορφή, όψη• ιδιότητα, φύση•

    характер почвы η φύση του εδάφους•

    местность меняет характер η τοποθεσία αλλάζει όψη•

    в -е чьем είναι το φυσικό του.

    Большой русско-греческий словарь > характер

  • 3 характер

    характер
    м в разн. знач. ὁ χαρακτήρας:
    тяжелый \характер ὁ δύσκολος χαρακτήρας· человек с \характером ἄνθρωπος μέ χαρακτήρα· \характер местности ὁ χαρακτήρας τοῦ ἐδάφους· предприятие сомнительного \характера ὑποπτη ὑπόθεση· замечания критического \характера κριτικές παρατηρήσεις· ◊ выдержать \характер κρατώ ὡς τό τέλος· это не в его \характере δέν εἶναι τέτοιος χαρακτήρας.

    Русско-новогреческий словарь > характер

  • 4 нрав

    α.
    1. ήθος• χαρακτήρας, ψυχοσύνθεση, ιδιοσυγκρασία κράση, σκαρί: крутой -απότομος χαρακτήρας•

    вспыльчивый нрав ευέξαπτος χαρακτήρας•

    тихий нрав ήσυχος χαρακτήρας•

    он ей не по -у αυτός όεν της γουστάρει (από χαρακτήρα).

    2. πλθ. -ы τα ήθη•

    -ы и обычаи ήθη και έθιμα•

    растление -ов διαφθορά ηθών.

    Большой русско-греческий словарь > нрав

  • 5 почерк

    α.
    γραφικός χαρακτήρας, γράψιμο, ιδιάζουσα γραφή•

    детский почерк παιδικός γραφικός χαρακτήρας•

    чткий почерк καθαρός γραφικός χαρακτήρας•

    неразборчивый почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.

    εκφρ.
    (одним) -ом пераβλ. έκφραση στη λ. росчерк.

    Большой русско-греческий словарь > почерк

  • 6 характер

    1. (вид, облик, качество) о χαρακτήρας 2(совокупность основных устойчивых свойств) о χαρακτήρας
    η φύση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > характер

  • 7 почерк

    почерк м το γράψιμο, ο γραφικός χαρακτήρας
    * * *
    м
    το γράψιμο, ο γραφικός χαρακτήρας

    Русско-греческий словарь > почерк

  • 8 характер

    характер м о χαρακτήρας, о χαραχτήρας
    * * *
    м
    ο χαρακτήρας, ο χαραχτήρας

    Русско-греческий словарь > характер

  • 9 натура

    нату́р||а
    ж
    1. ἡ φύση [-ις], ὁ χαράκτηρας:
    он по \натурае очень добрый εἶναι ἐκ φύσεως πολύ καλός ἀνθρωπος· э́то стало У него́ второй \натураой τοῦ ἔγινε δευτέρα φύσις· пылкая \натура ὁ φλογερός χαρακτήρας·
    2. иск. ἡ φύση [-ις]:
    писать (рисовать) с \натураы ζωγραφίζω ἐκ τοῦ φυσικοῦ· ◊ платить \натураой πληρώνω σέ είδος,

    Русско-новогреческий словарь > натура

  • 10 национальность

    национальность
    ж
    1. ἡ ἐθνικότης, ἡ ἐθνότητα [-ης], τό ἔθνος:
    какой \национальностьости? ποίας ἐθνικότητος;· по \национальностьости русский ρώσος στήν ἐθνικότητα·
    2. (национальное своеобразие) ὁ ἐθνικός χαρακτήρας, ἡ ἐθνική ιδιομορφία:
    \национальность иску́сства ὁ ἐθνικός χαρακτήρας τής τέχνης.

    Русско-новогреческий словарь > национальность

  • 11 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 12 научность

    θ.
    επιστημονικότητα, επιστημονική αξία, επιστημονικός χαρακτήρας ή τρόπος•

    научность изложения επιστημονικός τρόπος έκθεσης•

    научность доводов επιστημονικός χαρακτήρας των επιχειρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > научность

  • 13 национальность

    θ.
    1. λαότητα, εθνότητα.
    2. εθνικότητα•

    совет -ей Συμβούλιο τωνεθνοτήτων•

    люди разных -ей άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων•

    русский по -и ίΡώσος την εθνικότητα•

    установить национальность εξακριβώνω την εθνικότητα.

    3. εθνική αυθύπαρξη ή χαρακτήρας
    национальность искусства ο εθνικός χαρακτήρας της Τέχνης.

    Большой русско-греческий словарь > национальность

  • 14 нетвёрдый

    επ., βρ: -рд, -ерда, -рдо.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) μη σκληρός• μαλακός•

    -ая почва μαλακό έδαφος•

    нетвёрдый характер μαλακός χαρακτήρας.

    2. ασταθής, ταλαντευόμενος, μη σταθερός•

    -ая походка ασταθές βάδισμα•

    нетвёрдый почерк ασταθής γραφικός χαρακτήρας.

    || μη αποφασιστικός, διστακτικός, ενδοιαστικός•

    нетвёрдый ответ διστακτική απάντηση.

    Большой русско-греческий словарь > нетвёрдый

  • 15 пессимистичность

    θ.
    απαισιοδοξία, ο απαισιόδοξος χαρακτήρας•

    пессимистичность философии ο απαισιόδοξος χαρακτήρας της φιλοσοφίας.

    Большой русско-греческий словарь > пессимистичность

  • 16 постепенность

    θ.
    το βαθμιαίον, ο βαθμιαίος χαρακτήρας•

    постепенность развития ο βαθμιαίος χαρακτήρας της ανάπτυξης.

    Большой русско-греческий словарь > постепенность

  • 17 склад

    α.
    αποθήκη•

    склад оружия οπλαποθή-κη•

    торговый склад εμπορική αποθήκη•

    вещевой склад αποθήκη πραγμάτων•

    дровяной склад ξυλαποθήκη•

    продовольственный склад αποθήκη τροφίμων•

    склад боеприпасов αποθήκη πυρομαχικών.

    -а (-у) α.
    1. κράση• ιδιοσυγκρασία, πάστα• χαρακτήρας•

    душевный склад ψυχοσύνθεση•

    нравственный склад ηθικός χαρακτήρας;

    διάπλαση•

    физический склад σωματική διάπλαση.

    || μορφή, σχήμα, φιγούρα, κορμοστασιά•

    склад фигуры το κόψιμο, το σουλούπι.

    2. τρόπος, είδος•

    жизни τρόπος ζωής.

    || δομή, φτιάξιμο, σύνθεση•

    трехголосый склад песни τρίφωνη σύνθεση του τραγουδιού.

    || κομψότητα, χάρη. || σειρά, νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > склад

  • 18 смертельность

    θ.
    θανάσιμος χαρακτήρας•

    смертельность раны θανάσιμος χαρακτήρας του τραύματος.

    Большой русско-греческий словарь > смертельность

  • 19 смертоносность

    θ.
    θανατηφόρος χαρακτήρας•

    смертоносность удара θανατηφόρος χαρακτήρας του χτυπήματος.

    Большой русско-греческий словарь > смертоносность

  • 20 стихийный

    επ. βρ: -хйен, -хиина, -хийно.
    1. του στοιχείου της φύσης•

    -ое бедствие θεομηνία.

    || έμφυτος, ενυπάρχων•

    стихийный закон φυσικός νόμος (των φαινομένων).

    || ισχυρός, δυνατός (όπως των στοχείων).
    2. αυθόρμητος•

    характер экономических законов ο αυθόρμητος χαρακτήρας των οικονομικών νόμων•

    -ое развитие рабочего движения αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος•

    стихийный характер крестьян ских восстаний ο αυθόρμητος χαρακτήρας των αγροτικών εξεγέρσεων.

    Большой русско-греческий словарь > стихийный

См. также в других словарях:

  • χαρακτήρας — χαρακτήρας, ο και χαραχτήρας, ο 1. το διακριτικό γνώρισμα, το χαρακτηριστικό ιδίωμα, η ιδιότητα: Εύκολα κανείς μπορεί να γνωρίσει το γραφικό του χαρακτήρα. 2. ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων: Αυτός είναι άνθρωπος με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτῆρας — χαρακτήρ engraver masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»