-
1 χαράσσει
χαράσσωmake pointed: pres ind mp 2nd sgχαράσσωmake pointed: pres ind act 3rd sg -
2 χαράδρα
A mountain-stream, torrent, which cuts itself ([etym.] χαράσσει) a way down the mountain-side,κλειτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il.16.390
, cf. D.P.1077; οἴνῳ.. ἅπασ' ἔρρει χ. TeleclId.1.4 (anap.);χ. χειμερίη A.R.4.460
;χ. χειμάρρους καὶ βαθεῖα Plb.10.30.2
; φωνὴ χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας (of a loud, harsh voice), Ar.V. 1034 (anap.); χ. κατελήλυθεν, of a torrent of words, Pherecr.51.II the bed of such a stream, gully, ravine,κοίλης ἔντοσθε χαράδρης Il.4.454
; cf. Hdt.9.102, Th.3.98, 107, X.An. 3.4.1, D.55.5;χ. κρημνώδης Th.7.78
;ἡ Νεμεὰς χ. Aeschin.2.168
, cf. X.HG4.2.15.2 metaph. of wounds produced by scourging, Lib.Or.57.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαράδρα
См. также в других словарях:
χαράσσει — χαράσσω make pointed pres ind mp 2nd sg χαράσσω make pointed pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοκληρογράφος — Όργανο που χαράσσει την ολοκληρωτική καμπύλη μιας δεδομένης καμπύλης. Δηλαδή, αν μας δοθεί η καμπύλη y = f(x), ο ο. επιτρέπει να σχεδιαστεί η καμπύλη: y=? χ χ0 f(χ)dχ. Πρακτικά, ο ο. μας δίνει τη δυνατότητα να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση την… … Dictionary of Greek
Charakter, der — Der Charákter, (sprich Karákter,) des s, plur. die Charaktēre, aus dem Griech. χαρακτƞρ. 1. Eine Figur, welche auf Papier, Erz, Steine u.s.f. gemacht wird, von χαρασσει, eingraben. In dieser Bedeutung werden nicht nur abergläubige magische… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
αργυρογλυπτική — η η τέχνη του να χαράσσει, να σμιλεύει κάποιος τον άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + γλυπτική. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη] … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… … Dictionary of Greek
καταγραφέας — ο (Μ καταγραφεύς) [καταγραφή] αυτός που καταγράφει κάτι, που κάνει καταγραφή (α. «ο καταγραφέας τής περιουσίας» β. «ὁ τῶν ἐθνικῶν καταγραφεύς», Ευδοκ.) νεοελλ. 1. ο απογραφέας 2. αυτογραφικό όργανο το οποίο κινείται αυτόματα και χαράσσει σημεία ή … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
λαφροχάραχτος — η, ο αυτός που αφήνει ελαφρά ίχνη, που χαράσσει ελαφρά ή που είναι χαραγμένος ελαφρά … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
μυλοχαράκτης — μυλοχαράκτης, ὁ (Μ) αυτός που χαράσσει, που πελεκά τις μυλόπετρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + χαράκτης (< χαράσσω)] … Dictionary of Greek