Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χαράσσει

См. также в других словарях:

  • χαράσσει — χαράσσω make pointed pres ind mp 2nd sg χαράσσω make pointed pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοκληρογράφος — Όργανο που χαράσσει την ολοκληρωτική καμπύλη μιας δεδομένης καμπύλης. Δηλαδή, αν μας δοθεί η καμπύλη y = f(x), ο ο. επιτρέπει να σχεδιαστεί η καμπύλη: y=? χ χ0 f(χ)dχ. Πρακτικά, ο ο. μας δίνει τη δυνατότητα να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση την… …   Dictionary of Greek

  • Charakter, der — Der Charákter, (sprich Karákter,) des s, plur. die Charaktēre, aus dem Griech. χαρακτƞρ. 1. Eine Figur, welche auf Papier, Erz, Steine u.s.f. gemacht wird, von χαρασσει, eingraben. In dieser Bedeutung werden nicht nur abergläubige magische… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • αργυρογλυπτική — η η τέχνη του να χαράσσει, να σμιλεύει κάποιος τον άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + γλυπτική. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη] …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • καταγραφέας — ο (Μ καταγραφεύς) [καταγραφή] αυτός που καταγράφει κάτι, που κάνει καταγραφή (α. «ο καταγραφέας τής περιουσίας» β. «ὁ τῶν ἐθνικῶν καταγραφεύς», Ευδοκ.) νεοελλ. 1. ο απογραφέας 2. αυτογραφικό όργανο το οποίο κινείται αυτόματα και χαράσσει σημεία ή …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • λαφροχάραχτος — η, ο αυτός που αφήνει ελαφρά ίχνη, που χαράσσει ελαφρά ή που είναι χαραγμένος ελαφρά …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • μυλοχαράκτης — μυλοχαράκτης, ὁ (Μ) αυτός που χαράσσει, που πελεκά τις μυλόπετρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + χαράκτης (< χαράσσω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»