Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χαράκωσις

См. также в других словарях:

  • χαράκωσις — palisading fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώσει — χαράκωσις palisading fem nom/voc/acc dual (attic epic) χαρακώσεϊ , χαράκωσις palisading fem dat sg (epic) χαράκωσις palisading fem dat sg (attic ionic) χαρακόω fence by a palisade aor subj act 3rd sg (epic) χαρακόω fence by a palisade fut ind mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακώσεις — χαράκωσις palisading fem nom/voc pl (attic epic) χαράκωσις palisading fem nom/acc pl (attic) χαρακόω fence by a palisade aor subj act 2nd sg (epic) χαρακόω fence by a palisade fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράκωσιν — χαράκωσις palisading fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράκωση — η / χαράκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαρακῶ, ώνω] κατασκευή χαρακώματος κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, περιχαράκωση νεοελλ. χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα μσν. αρχ. πρόσδεση κλήματος σε χάρακα, σε πάσσαλο στήριξης αρχ. φράχτης από αιχμηρούς… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏՆԷՇ — (նիշի, կամ նէշի, շաւ, կամ շիւ, շաց, շօք.) NBH 2 0616 Chronological Sequence: 6c, 10c, 13c գ. χάραξ, χαρακοβολία , χαράκωσις, τάφρος, σκόλοψ vallum, agger, circumvalatio, sepes, fossatum, sudes. (որպէս պատօղ կամ պատեալ նիշ.) որ եւ Որմ արգելք.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • χαρακώσεως — χαρακώσεω̆ς , χαράκωσις palisading fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»