-
1 χαραδρεών
-
2 χαράδρα
χαράδρα, ἡ, ion. χαράδρη, Erdriß, Spalt, Kluft, bes. vom reißenden Wasser gemacht, also Bett eines Waldstromes; κοίλης ἔντοσϑε χαράδρης Il. 4, 454; Her. 9, 102; u. der Waldstrom, Gieß- od. Sturzbach selbst, πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16, 390; Ar. Vesp. 1034. – Auch eine Schlucht, in der sich stehendes Wasser gesammelt hat, u. ein Wasser-, Abzugsgraben; Xen. Hell. 4, 2,15; Dem. 55, 5; Aesch. 2, 168; Sp. – Uebh. Schlucht, Kluft, Hohlweg, Engpaß; Her. 7, 176; κρημνώδης Thuc. 7, 78; ἀνέκβατος 3, 98; Pol. 3, 53, 5 u. öfter; Fels, Opp. Cyn. 2, 555; Felshöhle, Hal. 1, 267.
-
3 κλῑτύς
κλῑτύς, ύος, ἡ, ein abschüssiger Ort, Abhang, Hügel; πολλὰς δὲ κλιτῠς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16, 390; ἐς κλιτὺν ἀναβάς Od. 5, 470; Παρνησία, Τ, ρυνϑία, Soph. Ant. 1131 Trach. 270; δοχμιᾶν διὰ κλιτύων Eur. Alc. 578; sp. D., wie Nic. Al. 34 u. Nonn. [Bei Hom. ist υ in den zweisylbigen Casus lang.]
-
4 ἀπο-τμήγω
ἀπο-τμήγω, p. = ἀποτέμνω, abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε (v. l. ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας (v. l. ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας (v. l. πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.
-
5 ἀμορβαῖοι
ἀμορβαῖοι, χαράδραι Nic. Th. 28 u. 489, nach Schol. ποιμενικαί oder σκοτεινώδεις, s. ἀμολγαῖος. Müßte, wie die folgd., richtiger ἁμ. geschrieb. werden.
-
6 ἀν-έκ-βατος
ἀν-έκ-βατος, ohne Ausgang, χαράδραι Thuc. 3, 98; Opp. H. 4, 392.
-
7 ὑδρό-πορος
ὑδρό-πορος, χαράδραι, Nonn. 2, 445.
-
8 ῥάκτος
-
9 χαραδρεών
См. также в других словарях:
Χαράδραι — Χαράδρᾱͅ , Χαράδρη mountain stream fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδραι — χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάραδραι — Χαράδρη mountain stream fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρᾳ — χαράδραι , χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειτύς — η (Α κλειτύς και κλιτύς, ύος) κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει τής ρίζας] … Dictionary of Greek
ρακτός — ή, όν, Α 1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί (κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. αορ. ἐ ρράγ ην) + κατάλ. τός τών ρηματ. επιθ.] … Dictionary of Greek
Αιρές — Ονομασία τεσσάρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας, μέλος της αθηναϊκής ναυτικής συμμαχίας. Οι κάτοικοί της λέγονταν Αιραίοι. 2. Πόλη κοντά στον Ελλήσποντο, μέλος της αθηναϊκής ναυτικής συμμαχίας.Οι κάτοικοί της λέγονταν Αιράτες. 3. Πόλη… … Dictionary of Greek