-
1 χαμ-ερπής
-
2 χαμερπής
χαμ-ερπής, ές, auf der Erde, am Boden kriechend
См. также в других словарях:
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμερπής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής 2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος» 2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος β) εκκλ. εγκόσμιος. επίρρ... χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ … Dictionary of Greek