Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χαμηλότερα

См. также в других словарях:

  • χαμηλότερα — χαμηλός on the ground neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • δελφίνιο — (delphinium).Φυτό της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριοσταφίδα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 200 είδη. Το δ. είναι μονοετής, χνουδωτή πόα, ύψους έως 1 μ. Έχει φύλλα με σχισίματα και μπλε, μεγάλα άνθη, σε… …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • κατώτερος — η, ο, θηλ. και έρα (ΑΜ κατώτερος, έρα, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται χαμηλότερα από κάποιον άλλο (α. «το όριο είναι κατώτερο» β) «καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη», ΚΔ.) νεοελλ. φρ. «κατώτερος άνθρωπος» αυτός που στερείται πνευματικών και… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • ορεόφυτα — (orophytes). Φυτά προσαρμοσμένα σε ορεινό περιβάλλον. Τα διάφορα είδη των φυτών αυτών, είναι προσαρμοσμένα κυρίως σε συνθήκες ψύχους και ξηρασίας, οι οποίες παρατηρούνται όσο ανεβαίνουμε σε ύψος. Τα περισσότερα από τα φυτά αυτά έχουν μόνιμο… …   Dictionary of Greek

  • πολυτονικότητα — Μουσικός όρος που σημαίνει τη συνήχηση μελωδικών και αρμονικών σχημάτων, που ανήκουν σε διαφορετικές τονικότητες. Ως μουσικό φαινόμενο η π. απαντά από πολύ νωρίς, π.χ. στον Κανόνα όταν η μελωδία επαναλαμβάνεται τέσσερις ή πέντε φθόγγους ψηλότερα… …   Dictionary of Greek

  • υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • Αλτιπλάνος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα υψηλά εσωτερικά οροπέδια των Άνδεων της Νότιας Αμερικής. Οι Άνδεις, όπως και όλες οι μεγάλες οροσειρές της Γης που σχηματίστηκαν κατά την αλπική ορεογένεση, σπάνια αποτελούνται από μία και μόνο παράταξη βουνών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»