-
1 ниже
ниже 1. (сравн. ст. от низкий) χαμηλότερος 2. (сравн. ст. от низко) χαμηλότερα, πιο κάτω 3) (менее) κάτω από· сегодня 10 градусов \ниже нуля σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν* * *1. сравн. ст. от низкий 2. сравн. ст. от низкоχαμηλότερα, πιο κάτω3.( менее) κάτω απόсего́дня 10 гра́дусов ни́же нуля́ — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
-
2 низко
επίρ.χαμηλά κλπ. επ.χαμηλότερα, πιο κάτω, κατώτερα•окна низко от земли παράθυρα χαμηλότερα από την επιφάνεια της γης.
-
3 залегать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залегать
-
4 таль
το σύσπαστο, το πολύσπαστο, το παλάγκοэлектрическая - ηλεκτρικό -.тальвег το φαράγγι, το χαμηλότερο μέρος/τμήμα της κοιλάδαςη γραμμή συνδέουσα τα χαμηλότερα σημεία (της ποταμοκοι-λάδας, του φαραγγιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таль
-
5 ниже
ниже1. сравнит, ст. от низкий κατώτερος, χαμηλότερος / πιό κοντός (о росте)/ χαμηλότερος (о звуке)·2. сравнит, ст. от низко πιό κάτω, χαμηλότερα·3. предлог ὑπό, κάτω ἀπό:пять градусов \ниже нуля πέντε βαθμοί ὑπό τό μηδέν ◊ \ниже среднего κάτω ἀπό τό μέτριο, κατώτερο τοῦ μετρίου· \ниже всякой критики δέν ἀντέχει σέ καμμιά κριτική· это \ниже моего достоинства ἀπαξιώ νά... -
6 ниже
[νίζυ] εκίρ. κατώτερα, χαμηλότερα -
7 ниже
[νίζυ] εκίρ. κατώτερα, χαμηλότερα -
8 ниже
[νίζυ] επίρ κατώτερα, χαμηλότερα -
9 ниже
[νίζυ] επίρ κατώτερα, χαμηλότερα -
10 залить
-лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -оρ.σ.μ.1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.
|| μτφ. γεμίζω•толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•
бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.
|| μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.
2. χύνω, λερώνω•залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.
3. σβήνω με νερό•залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.
4. ρίχνω•залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•
фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•
-смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.
|| (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.5. γεμίζω, πληρώ με•залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.
εκφρ.залить горе ή тоску – κ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.
2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα.
См. также в других словарях:
χαμηλότερα — χαμηλός on the ground neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
δελφίνιο — (delphinium).Φυτό της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριοσταφίδα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 200 είδη. Το δ. είναι μονοετής, χνουδωτή πόα, ύψους έως 1 μ. Έχει φύλλα με σχισίματα και μπλε, μεγάλα άνθη, σε… … Dictionary of Greek
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
κατώτερος — η, ο, θηλ. και έρα (ΑΜ κατώτερος, έρα, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται χαμηλότερα από κάποιον άλλο (α. «το όριο είναι κατώτερο» β) «καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη», ΚΔ.) νεοελλ. φρ. «κατώτερος άνθρωπος» αυτός που στερείται πνευματικών και… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
ορεόφυτα — (orophytes). Φυτά προσαρμοσμένα σε ορεινό περιβάλλον. Τα διάφορα είδη των φυτών αυτών, είναι προσαρμοσμένα κυρίως σε συνθήκες ψύχους και ξηρασίας, οι οποίες παρατηρούνται όσο ανεβαίνουμε σε ύψος. Τα περισσότερα από τα φυτά αυτά έχουν μόνιμο… … Dictionary of Greek
πολυτονικότητα — Μουσικός όρος που σημαίνει τη συνήχηση μελωδικών και αρμονικών σχημάτων, που ανήκουν σε διαφορετικές τονικότητες. Ως μουσικό φαινόμενο η π. απαντά από πολύ νωρίς, π.χ. στον Κανόνα όταν η μελωδία επαναλαμβάνεται τέσσερις ή πέντε φθόγγους ψηλότερα… … Dictionary of Greek
υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… … Dictionary of Greek
Αλτιπλάνος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα υψηλά εσωτερικά οροπέδια των Άνδεων της Νότιας Αμερικής. Οι Άνδεις, όπως και όλες οι μεγάλες οροσειρές της Γης που σχηματίστηκαν κατά την αλπική ορεογένεση, σπάνια αποτελούνται από μία και μόνο παράταξη βουνών … Dictionary of Greek