-
1 dolní
χαμηλός -
2 nešlechetný
χαμηλός -
3 nízko
χαμηλός -
4 nízký
χαμηλός -
5 vulgární
χαμηλός -
6 low
χαμηλός -
7 nisko
χαμηλός -
8 podły
χαμηλός -
9 низкий
χαμηλόςκοντόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > низкий
-
10 basık
χαμηλός, πεπιεσμένος -
11 low
I 1. [ləu] adjective1) (not at or reaching up to a great distance from the ground, sea-level etc: low hills; a low ceiling; This chair is too low for the child.) χαμηλός2) (making little sound; not loud: She spoke in a low voice.) χαμηλόφωνος3) (at the bottom of the range of musical sounds: That note is too low for a female voice.) χαμηλός4) (small: a low price.) χαμηλός5) (not strong; weak or feeble: The fire was very low.) αδύναμος6) (near the bottom in grade, rank, class etc: low temperatures; the lower classes.) χαμηλός2. adverb(in or to a low position, manner or state: The ball flew low over the net.) χαμηλά- lower- lowly
- lowliness
- low-down
- lowland
- lowlander
- lowlands
- low-lying
- low-tech 3. adjectivelow-tech industries/skills.) όχι υψηλής τεχνολογίας- be low on II [ləu] verb(to make the noise of cattle; to moo: The cows were lowing.) μουγκανίζω -
12 низкий
ни́зк||ийприл1. (невысокий) χαμηλός:\низкийая изгородь ὁ χαμηλός φράχτης· \низкийого роста κοντός, κοντού ἀναστήματος· \низкийие цены οἱ χαμηλές τιμές· продавать по \низкийой цене πουλώ φτηνά· \низкийая темпе-рату́ра ἡ χαμηλή θερμοκρασία· \низкийая зар-пли́та τό χαμηλό μεροκάματο· \низкийая квалификация ἡ ἀνεπαρκής είδίκευση· \низкийого качества κακής ποιότητος' \низкийое давление мед. ἡ χαμηλή πίεση, ἡ ὑποτονία·2. (о звуке) χαμηλός, βαθύς, μπάσος·3. (подлый) χαμερπής, πρόστυχος, ποταπός:\низкий поступок ἡ ἀτιμία· <> \низкий поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλισις· \низкийая вода τά ρηχά νερά. -
13 низкий
-
14 невысокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.1. χαμηλός κοντός• βραχύς•невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•
невысокий человек κοντός άνθρωπος.
2. μικρός, ασήμαντος•-ая температура χαμηλή θερμοκρασία•
-ое давление μικρή πίεση•
-ая плата χαμηλός μισθός.
3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•-ое качество μέση ποιότητα•
-ая квалификация μέση ειδίκευση.
4. ασήμαντος, αναξιόλογος.εκφρ.- ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•невысокий лоб – στενό μέτωπο. -
15 недорогой
επ., βρ: -орог, -орога, -орого;1. όχι ακριβός φτηνός•-ая мебель φτηνό έπιπλο•
-ая столовая φτηνό εστιατόριο.
2. χαμηλός•-ая плата χαμηλός μισθός.
|| μτφ. ανυπολόγιστος. -
16 низкий
επ., βρ: -зон, -зка, -зко; ниже; низший κ. нижайший.1. χαμηλός• μικρός•низкий дом χαμηλό σπίτι (χαμόσπιτο)•
низкий каблук μικρό τακούνι•
низкий рост μικρό ανάστημα•
-ое давление пара χαμηλή πίεση του ατμού•
низкий уровень развития χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
2. κατώτερος•ситец -ого качества τσιτάκι κατώτερης ποιότητας.
|| μη αναπτυγμένος, καθυστερημένος•-ая культура μη αναπτυγμένος πολιτισμός.
3. (απλ.) απλός, συνηθισμένος.4. άτιμος, πρόστυχος, χαμερπής, ποταπός.5. ευτελούς καταγωγής• κατώτερος•-ое сословие κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
-ое звание κατώτερος βαθμός.
6. παλ. περιφρ. απλός, λαϊκός.7. (για ήχο, φωνή) χαμηλός, βαθύς, μπάσος.εκφρ.низкий лоб – μικρό (στενό) μέτωπο•поклон – εδαφιαία υπόκλιση. -
17 низовой
επ.1. χαμηλός•-ые травы χαμηλά χόρτα•
-ая метель χαμηλός χιονοστρόβιλος.
2. του κάτω ρου (παρά τις εκβολές). || από τον κάτω ρουν•низовой ветер αναπλοϊκός άνεμος•
низовой хлеб σιτηρά από τα κάτω μέρη του ποταμού;
3. κατώτερος•-ые организации οι οργανώσεις βάσης.
|| λαϊκός, μαζικός•- ая Россия παλ. η Ρωσία των λαϊκών μαζών.
-
18 звук
1. (физ., муз.) о ήχ/ος· *воспроизво-дить - αναπαράγω τον - о, записывание - а εγγραφή του - ουусиливать - ενισχύω τον - ο, δυναμώνω τον - οраспространяющийся в воздухе (в воде) - μεταφερόμενος στον αέρα (στο νερό)2. лингв. о φθόγγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звук
-
19 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
20 тон
1. (муз., физ.) о τόνοςчистый - καθαρός - 2 (цветовой) η απόχρωση, ο χρωματισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тон
См. также в других словарях:
χαμηλός — on the ground masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμηλός — ή, ό / χαμηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, ή, ό, Ν, και χαμαλός, ή, όν, Α 1. αυτός που αναπτύσσεται χάμω, κοντά στο έδαφος 2. αυτός που έχει μικρό ύψος, βραχύς, κοντός νεοελλ. 1. ο κάτω τής κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή… … Dictionary of Greek
χαμηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο μικρός κατά το ύψος: Η πόρτα του σπιτού αυτού είναι χαμηλή. 2. ο κάτω του κανονικού και συνηθισμένου: Σήμερα είχαμε χαμηλή θερμοκρασία. – Έχει βάλει το κάδρο αυτό χαμηλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμηλά — χαμηλός on the ground neut nom/voc/acc pl χαμηλά̱ , χαμηλός on the ground fem nom/voc/acc dual χαμηλά̱ , χαμηλός on the ground fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμηλότερον — χαμηλός on the ground adverbial comp χαμηλός on the ground masc acc comp sg χαμηλός on the ground neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμηλόν — χαμηλός on the ground masc acc sg χαμηλός on the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακίνιο — Χαμηλός θάμνος της οικογένειας των ερεικιδών, ύψους έως 40 εκ. με αραιούς πράσινους, γωνιώδεις, λεπτούς βλαστούς. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, οξύληκτα, μεμβρανώδη, πυκνά, οδοντωτά. Τα άνθη κρέμονται από τη μασχάλη των φύλλων, έχουν χρώμα λευκό ή… … Dictionary of Greek
χαμηλαί — χαμηλός on the ground fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμηλοτέροις — χαμηλός on the ground masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμηλῆς — χαμηλός on the ground fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμηλή — χαμηλός on the ground fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)