Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

χαμηλός

См. также в других словарях:

  • χαμηλός — on the ground masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμηλός — ή, ό / χαμηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, ή, ό, Ν, και χαμαλός, ή, όν, Α 1. αυτός που αναπτύσσεται χάμω, κοντά στο έδαφος 2. αυτός που έχει μικρό ύψος, βραχύς, κοντός νεοελλ. 1. ο κάτω τής κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή… …   Dictionary of Greek

  • χαμηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο μικρός κατά το ύψος: Η πόρτα του σπιτού αυτού είναι χαμηλή. 2. ο κάτω του κανονικού και συνηθισμένου: Σήμερα είχαμε χαμηλή θερμοκρασία. – Έχει βάλει το κάδρο αυτό χαμηλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμηλά — χαμηλός on the ground neut nom/voc/acc pl χαμηλά̱ , χαμηλός on the ground fem nom/voc/acc dual χαμηλά̱ , χαμηλός on the ground fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμηλότερον — χαμηλός on the ground adverbial comp χαμηλός on the ground masc acc comp sg χαμηλός on the ground neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμηλόν — χαμηλός on the ground masc acc sg χαμηλός on the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακίνιο — Χαμηλός θάμνος της οικογένειας των ερεικιδών, ύψους έως 40 εκ. με αραιούς πράσινους, γωνιώδεις, λεπτούς βλαστούς. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, οξύληκτα, μεμβρανώδη, πυκνά, οδοντωτά. Τα άνθη κρέμονται από τη μασχάλη των φύλλων, έχουν χρώμα λευκό ή… …   Dictionary of Greek

  • χαμηλαί — χαμηλός on the ground fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμηλοτέροις — χαμηλός on the ground masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμηλῆς — χαμηλός on the ground fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμηλή — χαμηλός on the ground fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»