-
1 χαμαιάκτη
χαμαιάκτηelder: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————χαμαιάκτηelder: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 χαμαιάκτῃ
Βλ. λ. χαμαιάκτη -
3 χαμαιάκτη
χᾰμαι-άκτη, ἡ,A elder, Sambucus Ebulus, Ps.-Dsc.4.173, Plin. HN24.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιάκτη
-
4 χαμαιάκτη
χαμαι-άκτη, ἡ, die niedrig an der Erde hin wachsende ἀκτῆ, krautartiger Feldhollunder; sambucus ebulus -
5 χαμαιάκτην
χαμαιάκτηelder: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 χαμαιάκτης
χαμαιάκτηelder: fem gen sg (attic epic ionic) -
7 κουφοξυλαία
A = χαμαιάκτη, Orib.Fr.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουφοξυλαία
-
8 ἀκτέα
См. также в других словарях:
χαμαιάκτη — elder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιάκτῃ — χαμαιάκτη elder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιάκτη — η, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού φυτού Sambucus nigra τού γένους σαμπούκος, κν. γνωστού ως κουφοξυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ἀκτέα / ἀκτῆ «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek
χαμαιάκτην — χαμαιάκτη elder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιάκτης — χαμαιάκτη elder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EBULUS — coronamentum Panis, apud Virg. Ecl. 10. v. 26. Pan Deus Arcadiae venit; quem vidimus ipsi Sanguineis ebuli baccis minoque rubentem. Car. Paschal. Coron. l. 4. c. 2. Alii vero succo baccarum eius Panis simulacrum tingi consuevisse, ante minii usum … Hofmann J. Lexicon universale
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek