Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χαμαιάκτη

См. также в других словарях:

  • χαμαιάκτη — elder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιάκτῃ — χαμαιάκτη elder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιάκτη — η, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού φυτού Sambucus nigra τού γένους σαμπούκος, κν. γνωστού ως κουφοξυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ἀκτέα / ἀκτῆ «είδος φυτού»] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιάκτην — χαμαιάκτη elder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιάκτης — χαμαιάκτη elder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EBULUS — coronamentum Panis, apud Virg. Ecl. 10. v. 26. Pan Deus Arcadiae venit; quem vidimus ipsi Sanguineis ebuli baccis minoque rubentem. Car. Paschal. Coron. l. 4. c. 2. Alii vero succo baccarum eius Panis simulacrum tingi consuevisse, ante minii usum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»