-
1 χαμαί-ρωψ
-
2 χαμαίρωψ
χᾰμαί-ρωψ, ἡ,A = χαμαίδρυς 1, Dsc.3.98 (v.l. χαμαίδρωψ), Paul.Aeg.7.3; acc. sg. chamaeropem Plin.HN24.130 (elsewh. only nom.).II dwarf-palm, v.l. in Plin.HN13.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαίρωψ
См. также в других словарях:
χαμαίδρωψ — ωπος, ὁ, Α χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χαμαίδρυς] … Dictionary of Greek