Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χαλυβδικός

См. также в других словарях:

  • Χαλυβδικός — Chalybian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλυβδικός — και δ. γρφ. χαλυβικός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες 2. χαλύβδινος 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλυβδικός ο χάλυβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος. Ο τ. χαλυβδικός κατ επίδραση τού μολυβδικός] …   Dictionary of Greek

  • Χαλυβδικόν — Χαλυβδικός Chalybian masc acc sg Χαλυβδικός Chalybian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδικοῦ — Χαλυβδικός Chalybian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδική — Χαλυβδικός Chalybian fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλυβδικῷ — Χαλυβδικός Chalybian masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλυβηΐς — ΐδος, ἡ, Α ποιητ. τ. θηλ. τού χαλυβδικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ηΐς (πρβλ. κεραμ ηΐς, ποταμ ηΐς)] …   Dictionary of Greek

  • χαλυβικός — ή, όν, Α βλ. χαλυβδικός …   Dictionary of Greek

  • χαλύβινος — ον, Α 1. χαλυβδικός* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλύβινος η χώρα τών Χαλύβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • Χαλυβδικάς — Χαλυβδικά̱ς , Χαλυβδικός Chalybian fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»