Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαλκ-ήρης

См. также в других словарях:

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • τευχήρης — ῆρες, Α ένοπλος, οπλισμένος, εξοπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος + ήρης* (Ι), πρβλ. χαλκ ήρης] …   Dictionary of Greek

  • τριετήρης — ες, Α αυτός που γίνεται κατά τον τρίτο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριετής + κατάλ. ήρης (Ι), πρβλ. χαλκ ήρης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»