-
1 χαλκήρης
χαλκ-ήρης, ες,A furnished or fitted with bronze, of spears and arrows tipped or armed with bronze, ξυστόν, δόρυ, ὀϊστός, ἰοί, Il.4.469, 5.145, 13.650, Od.1.262; χαλκήρεον (sic)ἔγχος Pancrat.
in POxy.1085.6; κυνέη, κόρυς, Il.3.316, 15.535;σάκη 17.268
; generally,χ. τεύχεα 15.544
; χ. στόλος, of a ship's beak, A.Pers. 408;ναῦς χ. Plu.Demetr.42
, Sull.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκήρης
-
2 χαλκήρης
χαλκ - ήρης, ες ( ἀραρίσκω): fitted with bronze, bronze - mounted, brazenshod.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χαλκήρης
-
3 χαλκηρης
См. также в других словарях:
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
τευχήρης — ῆρες, Α ένοπλος, οπλισμένος, εξοπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος + ήρης* (Ι), πρβλ. χαλκ ήρης] … Dictionary of Greek
τριετήρης — ες, Α αυτός που γίνεται κατά τον τρίτο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριετής + κατάλ. ήρης (Ι), πρβλ. χαλκ ήρης] … Dictionary of Greek