-
1 χαλκύδριον
χαλκ-ύδριον, τό, Dim. of χαλκός, Zos.Alch.p.216B., Theognost.Can.fol.83 (om. Cramer p.126, ante νεανισκύδριον): pl.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκύδριον
См. также в других словарях:
χαλκύδριον — τὸ, Α μικρή χάλκινη υδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek