-
1 χαλκ-ούργημα
χαλκ-ούργημα, τό, Arbeit aus Kupfer, kupfernes Geräth, Sp., wie Philo.
-
2 χαλκούργημα
χαλκ-ούργημα, τό, Arbeit aus Kupfer, kupfernes Gerät -
3 χαλκουργημα
1 χαλκ-ούργημα
χαλκ-ούργημα, τό, Arbeit aus Kupfer, kupfernes Geräth, Sp., wie Philo.
2 χαλκούργημα
3 χαλκουργημα