-
1 χαλκ-εντής
χαλκ-εντής, ές, mit ehernen Waffen, eherner Rüstung, πόλεμος, στρατιά, Pind. N. 1, 16. 11, 35.
-
2 χαλκεντής
χαλκ-εντής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεντής
-
3 χαλκεντής
χαλκ-εντής, ές, mit ehernen Waffen, eherner Rüstung -
4 χαλκεντης
См. также в других словарях:
χαλκεντής — ές, Α 1. οπλισμένος με χάλκινα όπλα («στρατιὰν χαλκεντέα», Πίνδ.) 2. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + εντής (< ἔντεα, τὰ, «πολεμικά όπλα, εξαρτήματα»)] … Dictionary of Greek