-
1 χαλκό-χυτος
χαλκό-χυτος, von Erz od. Kupfer gegossen, zw.
-
2 χαλκόχυτος
χαλκό-χῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκόχυτος
-
3 χαλκόχυτος
χαλκό-χυτος, von Erz od. Kupfer gegossen -
4 χαλκοχυτος
См. также в других словарях:
κηρόχυτος — η, ο (Α κηρόχυτος, ον) ο κατασκευασμένος από χυτό κερί νεοελλ. φρ. «κηρόχυτες γραμμές» α) οι γραμμές τών τσιγκογραφικών πλακών που κατασκευάζονται με κηροχάραξη β) οι γραμμές που αποτελούν το σχέδιο τού υφάσματος μπατίκ το οποίο πρόκειται να… … Dictionary of Greek
ορεσσίχυτος — ὀρεσσίχυτος, ον (Α) αυτός που χύνεται από τα όρη («ὀρεσσιχύτου ποταμοῑο», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. χαλκό χυτος] … Dictionary of Greek
τροχίας — ὁ, Α 1. αγγελιαφόρος 2. (κατά τον Πολυδ.) ως επίθ. (για τον χαλκό) χυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επίθημα ίας (πρβλ. τυπ ίας)] … Dictionary of Greek
χαλκόχυτος — ον, Α κατασκευασμένος από χυτό χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χυτός (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό χυτος, οἰνό χυτος] … Dictionary of Greek