-
1 χαλκόστομος
χαλκό-στομος, ον,A with mouth of bronze, χ. κώδων Τυρσηνική, i.e. a trumpet, S.Aj.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκόστομος
См. также в других словарях:
φλογόστομος — ον, Μ μτφ. (για ρήτορα) αυτός που είναι πολύ δηκτικός, καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + στομος (< στόμα), πρβλ. στενό στομος, χαλκό στομος] … Dictionary of Greek
χρυσόστομος — I Όνομα κορυφαίων Ελλήνων ιερωμένων. 1. X. B’ Χατζησταύρου (1878 – 1968). Θεολόγος και παιδαγωγός, αρχιεπίσκοπος της Αθήνας και της Ελλάδας (1962 68). Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και παιδαγωγική… … Dictionary of Greek
ψαλιδόστομος — ον, Α (στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός τού κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, ίδος + στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκό στομος] … Dictionary of Greek