-
1 χαλκό-πυλος
χαλκό-πυλος, mit ehernen oder kupfernen Thoren, Pforten, Her. 1, 181; ϑεά, Athene, die sonst χαλκί. οικος heißt, Eur. Troad. 1113, l. d.
-
2 χαλκόπυλος
χαλκό-πῠλος, ον,A with gates of brass or bronze,ἱρόν Hdt.1.181
; χ. θεά, epith. of Athena, E.Tr. 1113 (lyr.); ὕδωρ, of Castalia, because issuing from bronze spouts in the shape of lions' heads, Pi.Pae.6.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκόπυλος
-
3 χαλκόπυλος
χαλκό-πυλος, mit ehernen oder kupfernen Toren; ϑεά, Athene, die sonst χαλκί. οικος heißt -
4 χαλκοπυλος
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek