Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χαλκό-κροτος

См. также в других словарях:

  • κωδωνόκροτος — κωδωνόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί σαν να είχε κουδούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + κροτος (πρβλ. φιλό κροτος, χαλκό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγάκροτος — μεγάκροτος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος, χαλκό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόκροτος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που αγαπά τον κρότο, τον θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κρότος (πρβλ. χαλκό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόκροτος — ον, Μ αυτός που κροτεί από τον χρυσό που έχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κρότος (πρβλ. χαλκό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόκροτος — ον, Α 1. χαλκόηχος («χαλκοκρότων ἵππων κτύπος», Αριστοφ.) 2. κατασκευασμένος από χαλκό 3. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος λόγω τών κυμβάλων που χρησιμοποιούσαν στις τελετές της 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Ῥέα διὰ τὰ κύμβαλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»