-
1 χαλκόκροτος
χαλκόκροτοςsounding: masc /fem nom sg -
2 χαλκόκροτος
χαλκόκροτος, -ον1 with rattling bronze χαλκοκρότου Δαμάτερος (παρὰ τὰ ἐπικτυποῦντα ἐν ταῖς τελεταῖς τῆς Δήμητρος κύμβαλα Σ.) I. 7.3 -
3 χαλκόκροτος
χαλκό-κροτος, ον,A sounding or rattling with bronze, epith. of Demeter, in allusion to instruments used in her worship, Pi.I.7(6).3; χ. ἵπποι horses that stamp with hoofs of bronze, brazen-hoofed, Ar.Eq. 552 (lyr.).III χαλκοκρότος, ὁ, = Lat. aerarius, Gloss. ( καλκόκροτος cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκόκροτος
-
4 χαλκόκροτον
χαλκόκροτοςsounding: masc /fem acc sgχαλκόκροτοςsounding: neut nom /voc /acc sg -
5 χαλκοκρότου
χαλκόκροτοςsounding: masc /fem /neut gen sg -
6 χαλκοκρότους
χαλκόκροτοςsounding: masc /fem acc pl -
7 χαλκοκρότων
χαλκόκροτοςsounding: masc /fem /neut gen pl -
8 χαλκόκροτε
χαλκόκροτοςsounding: masc /fem voc sg -
9 χαλκόκροτοι
χαλκόκροτοςsounding: masc /fem nom /voc pl -
10 χαλκοτύπος
χαλκοτύ?χαλκοτύποςXπ-ος (parox.), ον,A forging or working copper,τέχναι Man.4.570
;ἀνὴρ ἐν Κορίνθῳ χ. Plu.2.395c
:—Subst., coppersmith,χ. καὶ σιδηρεῖς X.Ages. 1.26
. Vect.4.6; generally, smith, Lycurg.58, D.25.38, IGRom.4.1259 ([place name] Thyatira), etc.; but distd. from χαλκεύς, X.HG3.4.17.2 = χαλκόκροτος 1, μανίη, of the priests of Cybele, AP6.51.II proparox. χαλκότῠπος, ον, [voice] Pass., inflicted with arms of bronze,ὠτειλαί Il.19.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκοτύπος
См. также в других словарях:
χαλκόκροτος — sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόκροτος — ον, Α 1. χαλκόηχος («χαλκοκρότων ἵππων κτύπος», Αριστοφ.) 2. κατασκευασμένος από χαλκό 3. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος λόγω τών κυμβάλων που χρησιμοποιούσαν στις τελετές της 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Ῥέα διὰ τὰ κύμβαλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… … Dictionary of Greek
χαλκόκροτον — χαλκόκροτος sounding masc/fem acc sg χαλκόκροτος sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκρότου — χαλκόκροτος sounding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκρότους — χαλκόκροτος sounding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκρότων — χαλκόκροτος sounding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόκροτε — χαλκόκροτος sounding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόκροτοι — χαλκόκροτος sounding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονύκροτος — γονύκροτος, ον (Α) 1. εκείνος τού οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ κατά το βάδισμα, ο βλαισός 2. δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κροτος < κρότος (πρβλ. ιππόκροτος, χαλκόκροτος)] … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek