-
1 χαλκο-φάλαρος
χαλκο-φάλαρος, von Erz od. Kupfer glänzend, damit geschmückt, δώματα Ar. Ach. 1036.
-
2 ἀμφι-χαλκο-φάλαρος
ἀμφι-χαλκο-φάλαρος, Ar. Ach. 1036, Bekk. richtig ἀμφὶ χαλκοφ.
-
3 χαλκοφάλαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκοφάλαρος
-
4 χαλκοφάλαρος
χαλκο-φάλαρος, von Erz od. Kupfer glänzend, damit geschmückt -
5 χαλκοφαλαρος
См. также в других словарях:
χρυσοφάλαρος — ον, ΜΑ (για ίππους) αυτός που έχει χρυσά φάλαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φάλαρος (< φάλαρα «τμήμα τής σκευής αλόγου»), πρβλ. χαλκο φάλαρος] … Dictionary of Greek
χαλκοφάλαρος — ον, Α διακοσμημένος με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + φάλαρος (< φάλαρα «κοσμήματα τής περικεφαλαίας»), πρβλ. ἀργυρο φάλαρος, χρυσο φάλαρος] … Dictionary of Greek