-
1 χαλκο-τυπία
χαλκο-τυπία, Verwundung mit eherner Waffe, Suid.
-
2 χαλκοτυπία
См. также в других словарях:
πατροτυπία — ἡ, Α επιγρ. βλ. πατροτυψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τυπία (< τυπος < τύπτω), πρβλ. χαλκο τυπία] … Dictionary of Greek
σιδηροτυπία — η, Ν (φωτογρ.) παλαιά φωτογραφική μέθοδος παραγωγής ψευδοθετικής φωτογραφίας με τη χρήση διαλύματος κολλωδίου στο οποίο εμβαπτιζόταν λεπτή μεταλλική πλάκα καλυμμένη με μαύρο επίχρισμα αμέσως πριν από την φωτογράφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * +… … Dictionary of Greek
τσιγκοτυπία — η, Ν η τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + τυπία (< τυπος < τύπος), πρβλ. χαλκο τυπία] … Dictionary of Greek