-
1 χαλκο-κράς
χαλκο-κράς, ᾶτος, = Folgdm, Philemon.
-
2 χαλκόκρᾱτος,
χαλκό-κρᾱτος, u. χαλκο-κράς, ᾶτος, mit Erz od. Kupfer vermischt -
3 χαλκοκράς
χαλκό-κρᾱτος, u. χαλκο-κράς, ᾶτος, mit Erz od. Kupfer vermischt -
4 χαλκοκράς
II copper-headed, i.e. bronze-tipped, of missiles, Tim.Pers.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκοκράς
См. также в других словарях:
χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] … Dictionary of Greek