-
1 χαλκο-δαίδαλος
χαλκο-δαίδαλος, in Erz od. Kupfer künstlich arbeitend, τέχνη Phil. Thess. 50 (IX, 777); – ἀσπίς, aus Erz künstlich gearbeitet, Bacchyl. 15.
-
2 χαλκοδαίδαλος
χαλκο-δαίδᾰλος, ον,II [voice] Act., working in brass,τέχνα AP9.777
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκοδαίδαλος
-
3 χαλκοδαίδαλος
χαλκο-δαίδαλος, in Erz od. Kupfer künstlich arbeitend; ἀσπίς, aus Erz künstlich gearbeitet -
4 χαλκοδαιδαλος
См. также в других словарях:
λογοδαίδαλος — λογοδαίδαλος, ον (Α) ο ικανός, ο έμπειρος στη διακόσμηση τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + δαίδαλος (πρβλ. λιθο δαίδαλος, χαλκο δαίδαλος)] … Dictionary of Greek
χαλκοδαίδαλος — ον, Α 1. ο έντεχνα κατασκευασμένος από χαλκό 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δαίδαλος «δουλεμένος περίτεχνα» (πρβλ. λιθο δαίδαλος)] … Dictionary of Greek
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
ταλώς — Κατά τη μυθολογία, γιος της Πέρδικας, αδελφής του Δαίδαλου, εγγονός του Μητίωνα, δισέγγονος του Ερεχθέα. Όταν έγινε 12 χρόνων, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε στον Δαίδαλο. Άξιος και ευφυής όπως ήταν, γρήγορα ξεπέρασε τον δάσκαλό του. Εφεύρε το… … Dictionary of Greek