-
1 χαλκοβατής
A standing on bronze, with brazen base, or with floor of bronze, χαλκοβατὲς δῶ, of the house of Zeus, Od.8.321, Il.1.426, 14.173, etc.; of that of King Alcinoüs, Od.13.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκοβατής
См. также в других словарях:
ορεινοβατής — ὀρεινοβατής, ές (Α) αυτός που περπατά, που ζει στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεινός + βατής (< βαίνω), πρβλ. κατακλινο βατής, χαλκο βατής] … Dictionary of Greek
κατακλινοβατής — κατακλινοβατής, ές (Α) (για νόσο) αυτός που καθιστά κάποιον κλινήρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλινής + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] … Dictionary of Greek
χρυσοβατής — ές, Μ αυτός που έχει χρυσό δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] … Dictionary of Greek