-
1 χαλκοβαρεια
(στεφάνη, μελίη Hom.)
-
2 στεφανη
(ᾰ) ἥ1) обод (поля) шлема(σ. εὔχαλκος Hom.)
2) шлем(σ. χαλκοβάρεια Hom.)
3) венец, диадема(σ. χρυσείη HH., Her.)
5) наружное кольцо, круговой наружный ход(ἥ τοῦ θεάτρου σ. Polyb.)
6) горная вершина7) круг, кольцо (sc. τῆς ποδοστράβης Xen.)
См. также в других словарях:
χαλκοβάρεια — ἡ, Α βλ. χαλκοβαρής … Dictionary of Greek
χαλκοβάρεια — χαλκοβαρής heavy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοβαρείας — χαλκοβαρείᾱς , χαλκοβαρής heavy fem acc pl χαλκοβαρείᾱς , χαλκοβαρής heavy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοβαρής — ές, ΜΑ, θηλ. και χαλκοβάρεια Α κατεργασμένος από βαρύ χαλκό («δόρυ χαλκοβαρές», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο βαρής] … Dictionary of Greek