Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

χαλκοβάρεια

См. также в других словарях:

  • χαλκοβάρεια — ἡ, Α βλ. χαλκοβαρής …   Dictionary of Greek

  • χαλκοβάρεια — χαλκοβαρής heavy fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοβαρείας — χαλκοβαρείᾱς , χαλκοβαρής heavy fem acc pl χαλκοβαρείᾱς , χαλκοβαρής heavy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοβαρής — ές, ΜΑ, θηλ. και χαλκοβάρεια Α κατεργασμένος από βαρύ χαλκό («δόρυ χαλκοβαρές», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο βαρής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»