-
1 χαλκεόκτυπος
χαλκεό-κτῠπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεόκτυπος
См. также в других словарях:
χαλκεόκτυπος — ον, Α (για μάχη ή πόλεμο) αυτός κατά τον οποίο ακούγεται ή παράγεται θόρυβος από τη σύγκρουση χάλκινων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἁρματό κτυπος, χιονό κτυπος] … Dictionary of Greek