-
1 χαλκευτος
3[adj. verb. к χαλκεύω См. χαλκευω] выкованныйστίχος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ΄ ἄκμοσιν Anth. — стих, выкованный на наковальнях Пиерид
-
2 αχαλκευτος
См. также в других словарях:
χαλκευτός — ή, όν, Α [χαλκεύω] 1. κατασκευασμένος από χαλκό ή από άλλο μέταλλο 2. (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («στίλος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ ἄκμοσιν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
χαλκευτόν — χαλκευτός wrought of metal masc acc sg χαλκευτός wrought of metal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευταί — χαλκευτής masc nom/voc pl χαλκευτός wrought of metal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτάν — χαλκευτά̱ν , χαλκευτής masc acc sg (epic doric aeolic) χαλκευτής masc acc sg χαλκευτά̱ν , χαλκευτός wrought of metal fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτάς — χαλκευτά̱ς , χαλκευτής masc acc pl χαλκευτά̱ς , χαλκευτής masc nom sg (epic doric aeolic) χαλκευτά̱ς , χαλκευτός wrought of metal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)