-
1 χαλκεο-τέχνης
χαλκεο-τέχνης, ὁ, Erzkünstler, der in Erz od. Metall arbeitet, Hephästus, Qu. Sm. 2, 440.
-
2 χαλκεοτέχνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεοτέχνης
-
3 χαλκεοτέχνης
χαλκεο-τέχνης, ὁ, Erzkünstler, der in Erz od. Metall arbeitet
См. также в других словарях:
χαλκεοτέχνης — ὁ, Α χαλκεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ἰατρο τέχνης, χειρο τέχνης] … Dictionary of Greek