-
1 χαλκεοθωρηξ
См. также в других словарях:
χαλκεοθώρηξ — χαλκεοθώραξ with brazen breastplate masc/fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεοθώραξ — και χαλκοθώραξ, ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, ηκος, ὁ, Α αυτός που φορά χάλκινο θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + θώραξ (πρβλ. ἀργυρο θώραξ)] … Dictionary of Greek