-
1 χαλκεντης
-
2 χαλκεντής
1 bronze-armed Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (Er. Schmid: χαλκέων τε, χαλκεντέων codd.) N. 11.35, met.πολέμου χαλκεντέος N. 1.16
-
3 χαλκεντής
χαλκ-εντής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεντής
-
4 χαλκεντής
χαλκ-εντής, ές, mit ehernen Waffen, eherner Rüstung -
5 χαλκεντέα
χαλκεντήςbrass-armed: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)χαλκεντήςbrass-armed: masc /fem acc sg (epic ionic) -
6 χαλκεντέος
χαλκεντήςbrass-armed: masc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
7 χαλκ-εντεύς
χαλκ-εντεύς, ὁ, = χαλκεντής, zw.
См. также в других словарях:
χαλκεντής — ές, Α 1. οπλισμένος με χάλκινα όπλα («στρατιὰν χαλκεντέα», Πίνδ.) 2. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + εντής (< ἔντεα, τὰ, «πολεμικά όπλα, εξαρτήματα»)] … Dictionary of Greek
χαλκεντέα — χαλκεντής brass armed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χαλκεντής brass armed masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεντέος — χαλκεντής brass armed masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek