-
1 χαλκίνδα
-
2 χαλκίνδα
-
3 χαλκισμός
-
4 χαλκίζω
χαλκίζω, 1) wie Erz od. Kupfer glänzen, klingen, φωνὴ χαλκίζουσα, eine starke, helltönende, metallreiche Stimme, Poll. 2, 117. – 2) das Spiel mit Kupfermünzen, χαλκισμός, oder χαλκίνδα spielen, Poll. 7, 206; = χαλκῷ κυβεύειν, Alexis in B. A. 116.
См. также в других словарях:
χαλκίνδα — ἡ, Α 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να συγκρατήσουν όρθιο ανάμεσα στα δάχτυλά τους χάλκινο νόμισμα, το οποίο είχαν ρίξει ψηλά με τρόπο ώστε να περιστρέφεται στον αέρα, αλλ. χαλκισμός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς… … Dictionary of Greek
χαλκισμός — ὁ, Α [χαλκίζω] είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα* («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν καὶ ὁ τοῡτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek