-
1 χαλκέοπλος
χαλκέοπλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκέοπλος
-
2 χαλκεόπλων
χαλκέοπλοςwith arms: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
χαλκέοπλος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο) (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ οπλος, ῥίψ οπλος] … Dictionary of Greek
χαλκεόπλων — χαλκέοπλος with arms masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek