Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

χαλινῶν

См. также в других словарях:

  • χαλινῶν — χαλῑνῶν , χαλινός bit masc gen pl χαλῑνῶν , χαλινόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) χαλῑνῶν , χαλινόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χαλῑνῶν , χαλινόω pres part act masc nom sg χαλῑνῶν , χαλινόω pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηνιοποιείον — ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) [ηνιοποιός] εργαστήριο κατασκευής χαλινών …   Dictionary of Greek

  • ηνιοποιός — ἡνιοποιός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής χαλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + ποιος (< ποιώ), πρβλ. νομισματο ποιός, υποδηματοποιός] …   Dictionary of Greek

  • κατασθμαίνω — (Α) παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… …   Dictionary of Greek

  • πυριγενέτης — ὁ, Α πυριγενής («στόμια πυριγενετᾶν χαλινῶν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γενέτης (< θ. γενε τού γίγνομαι, πρβλ. γένεσις), πρβλ. αιθρη γενέτης] …   Dictionary of Greek

  • χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»