-
1 πυρι-γενέτης
πυρι-γενέτης, ὁ, = πυριγενής, πυριγενετᾶν χαλινῶν, Aesch. Spt. 189, im Feuer gearbeitet, geschmiedet.
-
2 κατ-ασθμαίνω
κατ-ασθμαίνω, wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.
-
3 δια-στόμια
δια-στόμια, χαλινῶν, der durch das Maul gehende Theil des Pferdezaums, Aesch. Spt. 189, corr. für διὰ στόμα.
-
4 ἀπο-πτυστήρ
ἀπο-πτυστήρ, ὁ, der Ausspuckende, χαλινῶν, ein Pferd, das kein Gebiß im Maule duldet, Opp. H. 2, 11.
-
5 ἄν-αυδος
ἄν-αυδος ( αὐδή), 1) sprachlos, Od. 5, 456; ἶσος ἀναύδῳ, stumm, 10, 378; ἄν. ἄγγελος κόνις Aesch. Spt. 82 u. öfter; aber χαλινῶν μένος, verstummen machend, Ag. 229; auch sonst bei Tragg. u. sp. D., auch Plut. – 2) unaussprechlich, schrecklich, ἔργον Soph. Ai. 927. – Adv. ἀναύδως, Ios.
-
6 διαστόμια
δια-στόμια, χαλινῶν, der durch das Maul gehende Teil des Pferdezaums -
7 κατασθμαίνω
κατ-ασθμαίνω, wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel
См. также в других словарях:
χαλινῶν — χαλῑνῶν , χαλινός bit masc gen pl χαλῑνῶν , χαλινόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) χαλῑνῶν , χαλινόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χαλῑνῶν , χαλινόω pres part act masc nom sg χαλῑνῶν , χαλινόω pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… … Hofmann J. Lexicon universale
ηνιοποιείον — ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) [ηνιοποιός] εργαστήριο κατασκευής χαλινών … Dictionary of Greek
ηνιοποιός — ἡνιοποιός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής χαλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + ποιος (< ποιώ), πρβλ. νομισματο ποιός, υποδηματοποιός] … Dictionary of Greek
κατασθμαίνω — (Α) παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… … Dictionary of Greek
πυριγενέτης — ὁ, Α πυριγενής («στόμια πυριγενετᾶν χαλινῶν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γενέτης (< θ. γενε τού γίγνομαι, πρβλ. γένεσις), πρβλ. αιθρη γενέτης] … Dictionary of Greek
χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… … Dictionary of Greek