-
1 χαλιναγωγών
χαλῑναγωγῶν, χαλιναγωγέωguide with: pres part act masc nom sg (attic epic doric)χαλῑναγωγῶν, χαλιναγωγόςguiding as with bit and bridle: masc /fem /neut gen pl -
2 χαλιναγωγῶν
χαλῑναγωγῶν, χαλιναγωγέωguide with: pres part act masc nom sg (attic epic doric)χαλῑναγωγῶν, χαλιναγωγόςguiding as with bit and bridle: masc /fem /neut gen pl -
3 χαλιναγωγῶν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χαλιναγωγῶν
-
4 λαθρακάζων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαθρακάζων
См. также в других словарях:
χαλιναγωγῶν — χαλῑναγωγῶν , χαλιναγωγέω guide with pres part act masc nom sg (attic epic doric) χαλῑναγωγῶν , χαλιναγωγός guiding as with bit and bridle masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλιναγωγώ — χαλιναγωγῶ, έω, ΝΜΑ [χαλιναγωγός] 1. (σχετικά με άλογο ή με άλλο ζώο) συγκρατώ ή οδηγώ με το χαλινάρι 2. μτφ. αναχαιτίζω, ανακόπτω, αναστέλλω (α. «δεν μπορούσε να χαλιναγωγήσει τις παρορμήσεις του» β. «μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῡ», ΚΔ γ. «ὅταν… … Dictionary of Greek