Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χαλιναγωγῶν

См. также в других словарях:

  • χαλιναγωγῶν — χαλῑναγωγῶν , χαλιναγωγέω guide with pres part act masc nom sg (attic epic doric) χαλῑναγωγῶν , χαλιναγωγός guiding as with bit and bridle masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλιναγωγώ — χαλιναγωγῶ, έω, ΝΜΑ [χαλιναγωγός] 1. (σχετικά με άλογο ή με άλλο ζώο) συγκρατώ ή οδηγώ με το χαλινάρι 2. μτφ. αναχαιτίζω, ανακόπτω, αναστέλλω (α. «δεν μπορούσε να χαλιναγωγήσει τις παρορμήσεις του» β. «μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῡ», ΚΔ γ. «ὅταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»