-
1 χαλικώδης
χᾰλῐκ-ώδης, ες,A in small masses, Thphr.Lap.65.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλικώδης
-
2 χαλίκωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλίκωμα
-
3 χαλιμάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλιμάζω
См. также в других словарях:
Τιεν Σαν — (Όρη του Ουρανού κινεζικά). Ορεινό σύστημα της κεντρικής Ασίας, που εκτείνεται (μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας) επί περίπου 2.600 χλμ. με πλάτος έως 800 χλμ., σε κατεύθυνση ΝΔ ΒΑ από τον ορεογραφικό κόμβο του Παμίρ έως τα υψίπεδα της… … Dictionary of Greek
ψεφηνός — ή, όν, Α μτφ. (για πρόσ.) αμυδρός, άγνωστος, ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. ηνός (πρβλ. χαλικ ηνός). Ο τ. έχει διορθωθεί σε ψεφεννός (< *ψεφεσνός)] … Dictionary of Greek