-
1 ηνια
Iτά возжи, поводья Hom., NT., Hes.IIдор. ἁνία (ᾱν) ἥ1) вожжа, поводλύειν ἡνίαν ἀριστεράν Soph. — отпустить левую вожжу;
ἡνίαν χαλᾶν Eur. и ἡνίας χαλάσαι Plat. — отпустить вожжи;ἡνίας ἐπισχεῖν Soph. — натянуть вожжи;τὰς ἡνίας τινὴ ἀνιέναι Plut. — дать волю кому(чему)-л.;πρὸς ἡνίας μάχεσθαι Aesch. — не слушаться поводьев, перен. упрямиться;ἐφεῖναι καὴ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat. — отпустить и ослабить поводья речам, т.е. не скупиться на слова;ἐφ΄ ἡνίαν (τῷ χαλινῷ) воен. Plut., Polyb. — (поворот) налево ( вожжи и поводья держались в левой руке)2) бразды правления, руководствоτὰς ἡνίας τινὸς παραδοῦναί τινι — передать кому-л. бразды правления чем-л.;πᾶσαν ἡνίαν τινὸς κρατεῖν Men. — держать что-л. в полном своем подчинении3) ремень обуви, ременная шнуровка
См. также в других словарях:
χαλάσαι — χαλά̱σᾱͅ , χαλάω Aër. pres part act fem dat sg (doric) χαλά̱σᾱͅ , χαλάω Aër. fut part act fem dat sg (doric) χαλάω Aër. aor inf act χαλάσαῑ , χαλάω Aër. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλᾶσαι — χαλάω Aër. pres ind mp 2nd sg χαλάω Aër. pres part act fem nom/voc pl (doric) χαλάω Aër. fut part act fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαίω — (Α) επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ + κατάλ. αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg τής ΙΕ ρίζας (s)lēg… … Dictionary of Greek
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek
σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… … Dictionary of Greek
τάλαρος — ο, ΝΑ πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού νεοελλ. ξύλινο τυροκομικό αγγείο αρχ. 1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.) 2. πλεκτό κλουβί για πουλιά 3. φρ. «Μουσέων… … Dictionary of Greek
χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ … Dictionary of Greek