-
1 χαιρηδών
-
2 χαιρηδων
- όνος ἥ шутл. ( по созвучию с ἀλγηδών) радость Arph. -
3 χαιρηδών
χαιρηδώνdelectation: fem nom /voc sg -
4 χαιρηδών
χαιρηδών, όνος, ἡ, Freude -
5 χαιρηδών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαιρηδών
-
6 χαιρηδόνα
χαιρηδώνdelectation: fem acc sg -
7 χαιρηδόνος
χαιρηδώνdelectation: fem gen sg
См. также в других словарях:
χαιρηδών — delectation fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρηδών — όνος, ἡ, Α χαρά, ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. τού χαίρω, κατά το ἀλγ ηδών «λύπη» (< ἀλγῶ)] … Dictionary of Greek
χαιρηδόνα — χαιρηδών delectation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρηδόνος — χαιρηδών delectation fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek