-
1 χααναία
χααναία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χααναία
См. также в других словарях:
χααναία — ἡ, Α ιερατικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί εσφ. μετάφραση τού αραμαϊκού τ. kāhănayya «ιερείς»] … Dictionary of Greek
1 χααναία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χααναία
χααναία — ἡ, Α ιερατικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί εσφ. μετάφραση τού αραμαϊκού τ. kāhănayya «ιερείς»] … Dictionary of Greek