Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

χέρνιβον

См. также в других словарях:

  • χέρνιβον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνιβον — τὸ, Α δοχείο, λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών (α. «ἡ δὲ παρέστη ἀμφίπολος πρόχοός θ ἅμα χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Ιλ. β. «ἐζήτει εἰ τὸ χέρνιβον εἴρηται καθάπερ ἡμεῑς λέγομεν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρνιψ, ιβος, κατά τα δευτερόκλιτα ουδ. σε ον. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • χερνίβου — χέρνιβον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνίβων — χέρνιβον neut gen pl χέρνιψ water for washing the hands fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνίβῳ — χέρνιβον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνιβα — χέρνιβον neut nom/voc/acc pl χέρνιψ water for washing the hands fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

  • χέρνιπτρον — τὸ, Α το χέρνιβον* («τὸ τοῡ ὑγροῡ ἀποδεκτικὸν ἀγγεῑον», Φιλήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρνιψ, ιβος + επίθημα τρον*] …   Dictionary of Greek

  • χερνίβιον — τὸ, Α [χέρνιψ, ιβος] 1. μικρό χέρνιβον*, λεκανάκι («χρήσασθαι τοῑς χρυσοῑς χερνιβίοις καὶ θυμιατηρίοις», Ανδοκ.) 2. ουροδοχείο …   Dictionary of Greek

  • χερνιβείον — τὸ, Α [χέρνιψ, ιβος] το χέρνιβον* («τὸ χερνιβεῑον πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες», Αντιφάν.) …   Dictionary of Greek

  • χερνίβωι — χερνίβῳ , χέρνιβον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»