-
1 χέλ-υδρος
χέλ-υδρος, ὁ, 1) die Wasserschildkröte, Schol. Lycophr. 340. – 2) eine Schlangenart, die sich auch im Wasser aufhält, Nic. Ther. 411.
-
2 χέλυδρος
-
3 χελώνειον
χελώνειον, τό,A v.l. for χελώνιον in Ael.NA7.16.II = κυκλάμινος, Ps.-Dsc.2.164 (sed leg. χελ<ιδ> όνιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χελώνειον
-
4 χίλιοι
χίλιοι [pron. full] [χῑ], αι, α: gen. pl. fem. χιλιῶν, irreg. in [dialect] Att. acc. to Hdn. Gr.1.426 (prob. only when χίλιαι was used as a fem. Subst. (v. infr. 3)); dat. pl. fem. (orig. loc.)Aχιλίᾱσιν IG12.10.18
; χιλίαισι ib.76.20, 94.10; later χιλίαις: dialect forms, [dialect] Locr. [full] χίλιοι (as in [dialect] Att., v. supr.) IG9(1).334.39 (Oeanthea, v B. C.); [dialect] Dor. [full] χήλιοι (written [pref] χέλ-) ib. 5(1).1.23 (Sparta, v B. C.), Lesb., Thess. [full] χέλλιοι EM817.1 (cf. χελληστύς), IG9(2).1229.29 (Phalanna, ii B. C.); [dialect] Ion. [full] χείλιοι Schwyzer 688C15 (Chios, v B. C.), which shd. prob. be restored in Hom., cf. δεκάχ (ε) ιλοι:—a thousand, Hom. only in neut., χ. μέτρα, πυρά, Il.7.471, 8.562; πρῶθ' ἑκατὸν βοῦς δῶκεν, ἔπειτα δὲ χίλι' ὑπέστη (sc. πρόβατα), αἶγας ὁμοῦ καὶ ὄϊς 11.244
: usu. agreeing with its Subst., Hes.Th. 364, etc.; but sts. as Subst. folld. by gen.,χίλιοι Μακεδόνων Th.2.80
: to express the addition of a smaller number, that number may either precede or follow,διακόσιοι καὶ χ. Isoc.4.87
, 93, Pl.Criti. 119b: butχ. καὶ πεντακόσιοι Aeschin.2.77
; later καί is freq. omitted, Plb.3.33.10, LXX Da.12.11, Apoc.11.3; with Preps.χ. ἐπὶ μυρίοις Pl.Lg. 895a
;τέτταρας πρὸς τοῖς χ. Luc.Cat.4
; οἱ χ. λογάδες (at Argos) the Thousand, Th.5.67, cf. D.S.12.80.2 sg. with collect. nouns, χιλίη ἵππος a thousand horse, Hdt.5.63, 7.41;τὴν ἵππον τὴν χιλίην Id.8.113
; soἵππον ἔχω εἰς χιλίαν X.Cyr.4.6.2
; also χιλία ὁλοκαύτωσις burnt-offering of 1000 cattle, LXX 3 Ki.3.4.3 χίλιαι (sc. δραχμαί ) as Subst., a thousand drachmae,περὶ χιλιῶν κινδυνεύειν D.22.21
; ἐν χιλίαις ὁ κίνδυνος ib.26 (χ. δραχμαί in full, Pl.Ap. 36b). (Cf. Skt. sahásram 'a thousand' (with prefix sa- = sṃ-); I.-E. ĝheslo-, ĝheslio-.)
См. также в других словарях:
χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… … Dictionary of Greek
νωχελής — ές (Α νωχελής, ές) αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος νεοελλ. (η αιτ. τού ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα με μεγάλη νωχέλεια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές α) η νωχέλεια β) έκτρωμα, τέρας. επίρρ... νωχελώς με … Dictionary of Greek
ραστώνη — η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α 1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος τής ραστώνης» β. «ἡ καθ ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.) 2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη… … Dictionary of Greek
στηθύνιον — και πιθ. τ. στηθήνιον, τὸ, Α υποκορ. μικρό στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος, πιθ. αναλογικά προς το χελ ύνιον, υποκορ. τού χελύνη] … Dictionary of Greek
τηθυνάκιον — τὸ, Α μικρό τήθυον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. σχηματισμένος από τη λ. τήθυον / τήθεον «είδος μαλακίων» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τηθ ύνη (πρβλ. χελ ύνη) με υποκορ. κατάλ. άκιον κατά το ὀστρ άκιον. Είναι, όμως, πιθ. να πρόκειται για εσφ. γρφ.] … Dictionary of Greek
τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… … Dictionary of Greek
υιωνός — και ὑωνός και υἱωνεύς, έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ ωνός, χελ ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ.… … Dictionary of Greek
χέλειον — και χέλεινον, τὸ, Α το όστρακο τής χελώνας ή τού κάβουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + κατάλ. ειον, ουδ. τού ειος*] … Dictionary of Greek
χέλισκον — τὸ, Α τρυβλίον*, πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + κατάλ. ίσκον, ουδ. τού ίσκος*] … Dictionary of Greek
χέλυδρος — ο, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής νεροχελώνας χελύδρα αρχ. 1. είδος αμφίβιου φιδιού 2. είδος νεροχελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ υδρος] … Dictionary of Greek
χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… … Dictionary of Greek