-
1 χελύνη
χελύνη, ἡ, = χεῖλος, die Lippe, Sp.; ὑπερῴα χελύνη, die Oberlippe; χελύνην ἐσϑίειν ὑπ' ὀργῆς Ar. Vesp. 1083, wie wir auch »vor Aerger in die Lippen beißen«; Kinnlade, Ael. H. A. 16, 12; vgl. Phryn. B. A. 72. – Aeolisch = χελώνη, Sappho bei Orion. – Bei Theognost. χέλυνα.
См. также в других словарях:
χελύνη — (I) ἡ, Α 1. το χείλος («Ὅμηρος μὲν ἕρκος ὀδόντων τὰ χείλη καλεῑ, οἱ δὲ παλαιοὶ χελύνας», Πολυδ.) 2. η κάτω γνάθος, το σαγόνι («χελύνη τὰ περὶ τὰ χείλη μέρη τοῡ προσώπου οἱ δὲ ἀμαθεῑς χελύνιον», Φρύν.) 3. φρ. «ὑπ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων»… … Dictionary of Greek