1 χάρις
χάρις2 (με δοτ.) — или χάρις2 εις (με αϊτιατ.) — благодаря;
χάρις2 τω θεώ — с божьей помощью;
χάρις2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χάρις