-
81 миловать
[μίλαβατ'] ρ. δίνω χάρη, συγχωρώ -
82 например
[ναπριμιέρ] εισσγ. Χέζ. παραδείγματος χάριν, λόγου χάρη -
83 ради
[ράντι] κρόθ. για χάρη, για το χατίρι -
84 удружить
[ουντρουζύτ'] ρ. κάνω τη χάρη -
85 грациозность
[γκρατσιόζναστ"] ουσ θ χάρη -
86 миловать
[μίλαβατ'] ρ δίνω χάρη, συγχωρώ -
87 например
[ναπριμιέρ] εισσγ. Χέζ. παραδείγματος χάριν, λόγου χάρη -
88 ради
[ράντι] κρόθ. για χάρη, για το χατίρι -
89 удружить
[ουντρουζύτ'] ρ κάνω τη χάρη -
90 Бог
-а, κλητ. παλ. Боже, α.Θεός.εκφρ.Боже мой! – θεέ μου!•Бог знает ή весть кто, что, какой, куда – κ.τ.τ. ο Θεός ξέρει ποιος, τι, τι λογής, πού•не дай Бог ή не дай Боже – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός, Θεός φυλάξε•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•избави Бог ή Боже! – απάλλαξε Θεέ μου!•сохрани Бог ή Боже – Θεός (να) φυλάξει•побойся, -йтесь Бога – φοβήσου, φοβηθείτε το Θεό (λυπήσου)•ради Бога – για το Θεό, για χάρη του Θεού, για τ’ όνομα του Θεού•с Богом – με το Θεό, με τη βοήθεια του Θεού, με το καλό•слава Богу – δόξα το Θεό (τω Θεώ), δόξα σοι ο Θεός, δόξα νάχει ο Θεός•ей Богу – μα το Θεό•как Бог на душу положит – όπως πει ο Θεός•одному Богу известно – μόνο ένας Θεός ξέρει. -
91 возблагодарить
ρ.σ.μ. παλ. ευγνωμονώ, υπερευχαριστώ•возблагодарить судьбу за спасение χρωστώ χάρη στην τύχη για τη σωτηρία.
-
92 выдержать
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•
мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.
2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•
такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•
выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•
выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•
она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•
выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•
новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.
3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.
4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.εκφρ.выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα. -
93 выражение
-я ουδ.1. έκφραση, φανέρωση• εξωτερίκευση, εκδήλωση•цена является денежным -ем стоимости η τιμή είναι η χρηματική έκφραση του κόστους.
2. λέξη φράση, έκφραση λόγου•образное выражение παραστατική έκφραση•
непристойные -я άσεμνες (άπρεπες) εκφράσεις.
3. (μαθ.) τύπος•алгебраическое выражение αλγεβρικός τύπος.
εκφρ.без -я – χωρίς έκφραση, ανέκφραστα, μονότονα, άχαρα•с -ем – με έκφραση, εκφραστικά, με χάρη. -
94 грация
-и θ.1. χάρη• κομψότητα.2. ομορφιά, θέλγητρα. -
95 дружба
-ы θ.φιλία•свести -у πιάνω φιλία•
под видом -ы κάνοντας το φίλο•
быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία•
не в службу, а в -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος.
-
96 женственность
-и θ.γυναικεία χάρη, τρυφερότητα, κομψότητα. -
97 изящно
επίρ.κομψά, με χάρη• γλαφυρά. -
98 имя
имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.1. όνομα•по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•
знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•
крестное имя βαφτιστικό όνομα•
имя и фамилия ονοματεπώνυμο.
|| ονομασία•имя судна όνομα σκάφους•
под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).
2. φήμη•человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•
крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•
очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.
3. (γραμμ.) όνομα•имя существительное όνομα ουσιαστικό.
εκφρ.именем – στο όνομα, εν ονόματι•именем закона – στο όνομα του νόμου•во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•на имя – στο όνομα, επ ονόματι•заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•от моего имени – εξ ονόματος μου•только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά. -
99 как-то
επίρ.1. κάπως, κατά τι, κατά κάποιον τρόπο•мне как-то не по себе α) κάπως δεν είναι καλά ή δεν ταιριάζει, β) κάπως δεν είμαι καλά (στην υγεία)•
здесь как-то не уютно εδώ πάπως δεν είναι άνετα.
2. πως, με ποιόν τρόπο.3. σαν να, σάμπως•я как-то встретил его на улице σάμπως να τον συνάντησα στο δρόμο.
4. όπως, δηλαδή, παραδείγματος χάρη•все предприятия как-то: строительные, текстильные, транспортные... όλες οι επιχειρήσεις, όπως: οι οικοδομικές, υφαντουργικές, μεταφορών...
εκφρ.как-то раз – μια φορά, κάποτε. -
100 качели
-ей πλθ. κούνια, αιώρα (χάρη αναψυχής).
См. также в других словарях:
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
χάρη — η 1. καθετί που προξενεί χαρά, αξιαγάπητη ιδιότητα προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά απλή και ωραία. 2. προσόν, αρετή, κάθε καλή ιδιότητα: Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλές χάρες. 3. ευγνωμοσύνη για καλό που μας έκανε κάποιος: Του χρωστώ μεγάλη χάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρῇ — χαίρω rejoice aor subj pass 3rd sg χαίρω rejoice fut ind mid 2nd sg χαρά joy fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρή — χαρά joy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — χαίρω rejoice aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγου χάρη — επίρρ. τροπ., για παράδειγμα, ως παράδειγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek