-
1 χάν
-
2 χάν
-
3 χαν
-
4 χαν
ἕν, εἷςsem: neut nom /voc /acc sgἕν, ἵημιJa-c-io: aor ind act 3rd pl (epic)ἕν, ἵημιJa-c-io: aor part act neut nom /voc /acc sgἅ̱ν, ὅςyas: fem acc sg (doric) -
5 χἄν
ἕν, εἷςsem: neut nom /voc /acc sgἕν, ἵημιJa-c-io: aor ind act 3rd pl (epic)ἕν, ἵημιJa-c-io: aor part act neut nom /voc /acc sgἅ̱ν, ὅςyas: fem acc sg (doric) -
6 χάν
χάν, ἡ, die Gans -
7 χάν
χά̱ν, χάνgoose: masc nom /voc sg (doric) -
8 χαν
ο άκλ. см. χάνος -
9 'χαν
ἔχᾱν, χάωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἔχᾱν, χάωimperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
10 хан
[χάν] ουσ. α χάνι -
11 хан
[χάν] ουσ α χάνι -
12 anser [1]
1. ānser, seris, m. (eig. *hanser, altind. hạsa-ḥ, ein Wasservogel, griech. χήν, dor. χάν), die Gans (der Juno heilig und in Rom auf öffentliche Kosten unterhalten, seitdem sie durch ihr Schnattern das Kapitol vor den Galliern gerettet hatte, Liv. 5, 47, 4. Cic. Rosc. Am. 56. Col. 8, 13, 2), pulli anserum, Varr.: greges anserum, Varr.: adeps anseris, Plin.: anser masculus, Scrib., od. mas, Col.: anser femina, Col.: anser albus, Varr.: anser pastus, non pastus, Edict. Diocl.: pastum iecur anseris, Hor.: clangore anserum alarumque crepitu excitus, Liv.: anser adventu Gallorum vociferatus est (hat geschnattert), canibus silentibus, Col.: u. so alii vestrum anseres tantummodo clamant, nocere non possunt, Cic. – / anser Femin., Varr. r.r. 3, 10, 3. Colum. 8, 14, 4. Hor. sat. 2, 8, 88 (wo Haupt u. Fritzsche anseris albae, Holder anseris albi). Avian. fab. 33, 1 (anser feta). – Vulg. Nbf. ansar, Prob. app. (IV) 198, 22 u. 33.
-
13 hio
hio, āvī, ātum, āre (vgl. griech. ε-χαν-ον, ahd. ginēn), klaffen, gähnen, I) intr. klaffen, sich auf-, sich auseinander tun, bersten, sich öffnen, aufgesperrt sein, offen sein, A) im allg.: 1) eig.: hiavit humus multa, vasta et profunda, Sall. fr.: cum terra aestibus hiat, Col.: nec flos ullus hiat pratis, Prop.: concha hians, Cic.: oculi hiantes, Plaut. u. Plin.: ipse (chamaeleon) hianti semper ore, Plin.: hianti ore captare aquam, Curt. – 2) übtr., v. der Rede, klaffen, lückenhaft zusammenhängen, hiantia loqui, Cic.: hians compositio, lückenhafter Zusammenhang, Tac. dial.: insbes., einen Hiatus machen, oratio hiat, oratio hians, Quint. – B) insbes., v. leb. Wesen, den Mund-, den Rachen-, den Schnabel auftun od. aufsperren, 1) eig.: v. Menschen, Verg.: v. Tieren, Verg., Hor. u. Plin. – 2) übtr., den Mund aufsperren, a) vor Verlangen nach etwas gleichs. lechzen = schnappen, begierig trachten, domus hiare ac poscere aliquid videtur, Cic.: Verrem avaritiā hiante atque imminente fuisse, Cic.: corvus hians, vom Erbschleicher, Hor.: emptor hians, Hor.: hiantes in magna fortuna cupiditates, die bei hoher Lebensstellung gierigen Gelüste, Tac. – b) vor Staunen Mund und Nase aufsperren = über etwas staunen, stutzen, Verg. georg. 2, 508: vulgus ad magnitudinem praemiorum hiabat, die Leute staunten über die große Freigebigkeit, Tac. hist. 3, 55. – c) vor Langweile Maulaffen feil haben, gaffen, hians desidiā populus, Sil. 11, 35. – I) tr. mit geöffnetem Munde hervorbringen: A) = ausspeien, cruores ex ore, Val. Flacc. 6, 706. – B) ertönen lassen, fabulam, aus der Maske hervorschreien, Pers. 5, 3: carmen tacitā lyrā, hervorhauchen, Prop. 2, 31, 6.
-
14 χανδον
adv. [χαίνω] широко разевая рот, т.е. жадно(οἶνον ἑλεῖν Hom.; πίεσθαι Luc.)
χ. ἐμπίπλασθαι τῶν εὐχῶν Luc. — орать во все горло молитвы -
15 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
16 бусина
бусина, бусинкаж ἡ χάντρα, ἡ χάν-δρα. -
17 бусинка
бусина, бусинкаж ἡ χάντρα, ἡ χάν-δρα. -
18 корчмарь
корчма||рьм уст. ὁ χαν-τζής, ὁ πανδοχεύς, ὁ ταβερνιάρης. -
19 трактирщик
трактир||щикм ὁ ταβερνιάρης, ὁ κάπελας/ ὁ πανδοχεΰς, ὁ χαν(ι)τζής (в селе). -
20 хан
ханм ὁ χάν, ὁ χάνος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ΧΑΝ — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek
χάν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek
χαν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek
χάν — χά̱ν , χάν goose masc nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'χαν — ἔχᾱν , χάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔχᾱν , χάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χἄν — ἕν , εἷς sem neut nom/voc/acc sg ἕν , ἵημι Ja c io aor ind act 3rd pl (epic) ἕν , ἵημι Ja c io aor part act neut nom/voc/acc sg ἅ̱ν , ὅς yas fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαν(ν)ικό — το, Ν [χάννος] καθετή που κατασκευαζόταν παλαιότερα με νήμα από τρίχες αλόγου, κατάλληλη για την αλιεία τού χάννου, και άλλων ψαριών … Dictionary of Greek
Χαν Καν — (720 – 780). Ορθή προφορά X. Κχαν. Κινέζος ζωγράφος. Θεωρείται κλασικός ζωγράφος της Κίνας. Ήταν αυλικός ζωγράφος και θεωρείται ιδιαίτερα αξιόλογος για τους πίνακές του που εικονίζουν ιππείς και άλογα. Στον X.K. οφείλεται και ένα εξαίρετης τέχνης … Dictionary of Greek
Χαν, Αμαδαίος Εμμανουήλ — (Hahn, 1801 – 1867). Ελβετός φιλέλληνας, ο οποίος καταγόταν από τη Βέρνη. Το 1825 ήρθε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στις επιχειρήσεις της Τρίπολης και του Χαϊδαρίου και στην εκστρατεία της Χίου… … Dictionary of Greek
Χαν, Γιόχαν — (Hahn, 1811 – 1869). Αυστριακός διπλωμάτης και συγγραφέας. Διετέλεσε πρόξενος της χώρας του στα Ιωάννινα (1847) και γενικός πρόξενος στη Σύρο (1851). Έγραψε Περιηγήσεις από το Βελιγράδι στη Θεσσαλονίκη (1861), Αλβανικά μελετήματα (1854), Ελληνικά … Dictionary of Greek
Χάν, Γιόχαν — (Hahn). Γερμανός φιλέλληνας. Καταγόταν από το Ανόβερο. Ήρθε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1822, μαζί με τον στρατηγό Κάρολο Νόρμαν. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα και διακρίθηκε για τον ηρωισμό του … Dictionary of Greek