Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

χάν

  • 1 χαν

         χἄν
         in crasi Arph. = καὴ ἃ ἄν

    Древнегреческо-русский словарь > χαν

  • 2 χαν

    ο άκλ. см. χάνος

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαν

  • 3 χανδον

         χανδόν
        adv. [χαίνω] широко разевая рот, т.е. жадно
        

    (οἶνον ἑλεῖν Hom.; πίεσθαι Luc.)

        χ. ἐμπίπλασθαι τῶν εὐχῶν Luc.орать во все горло молитвы

    Древнегреческо-русский словарь > χανδον

  • 4 χάνω

    (αόρ. έχασα, παθ. αόρ. (ε)χάθηκα) 1. μετ.
    1) терять; утрачивать; лишаться (кого-чего-л.);

    χάν κάθε διάθεση να... — терять всякую охоту, желание...;

    χάνω την υπομονή μου — терягь терпение;

    χάνω την όράση — терять зрение;

    χάνω τό χέρι μου — лишаться руки;

    2) пропускать, упускать;

    χάνω τό τραίνο — опоздать на поезд, пропустить поезд;

    χάνω (την) ευκαιρία — упу- скать случай;

    2. μετ., αμετ. проиграть(ся); быть, остаться в проигрыше;

    χάνω (σ)τό παιγνίδι — проиграть, потерпеть поражение;

    χάνω στα χαρτιά — проиграться в карты;

    χάνω την δίκη — проигрывать процесс;

    § χάνω τα μυαλά μου — или τα χάνω — а) теряться, смущаться; — б) терять самообладание; — в) терять рассудок;

    χάνω τα πασχαλιά μου — или χάνω τον μπούσουλα — совсем растеряться, не знать, что делать;

    χάνω τα νερά μου — теряться, смущаться;

    χάνω τα λογικά μου — терять голову;

    χάνω τον καιρό μου — терять время;

    χάνω τό έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου — терять почву под ногами;

    χάνω τό δρόμο — потерять дорогу, сбиться с пути;

    χάνω τ'αΰγά και τα καλάθια — а) разориться в пух и прах; — б) ошалеть;

    τον έχασα από τα μάτια μου я потерял его из виду;
    τί θα χάσω να... а что я теряю, если...;

    δεν χάνω τίποτε — нечего терять;

    3. αμετ. терять, терпеть ущерб, проигрывать (на чём-л., от чего-л.);
    θα χάσεις, 6*ν δεν έρθεις ты много потеряешь, если не придёшь;

    χάνομαι

    1) — потеряться; — заблудиться;

    2) исчезнуть, сгинуть; пропасть; погибнуть;
    πού χάθηκες; куда ты пропал?; χάσου! или να χαθείς! убирайся!, вон!;

    χάνομαι αδικα — или χάνομαι σε τιποτένιο πράγμα — пропасть ни за понюшку табаку;

    χάθηκα! я пропал!;
    άς τον να χαθεί! пропади он пропадом!; 3) теряться, смущаться; 4) тревожиться, беспокоиться;

    μη χάνεσαι — не беспокойся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χάνω

См. также в других словарях:

  • ΧΑΝ — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • χάν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • χαν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • χάν — χά̱ν , χάν goose masc nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'χαν — ἔχᾱν , χάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔχᾱν , χάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χἄν — ἕν , εἷς sem neut nom/voc/acc sg ἕν , ἵημι Ja c io aor ind act 3rd pl (epic) ἕν , ἵημι Ja c io aor part act neut nom/voc/acc sg ἅ̱ν , ὅς yas fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαν(ν)ικό — το, Ν [χάννος] καθετή που κατασκευαζόταν παλαιότερα με νήμα από τρίχες αλόγου, κατάλληλη για την αλιεία τού χάννου, και άλλων ψαριών …   Dictionary of Greek

  • Χαν Καν — (720 – 780). Ορθή προφορά X. Κχαν. Κινέζος ζωγράφος. Θεωρείται κλασικός ζωγράφος της Κίνας. Ήταν αυλικός ζωγράφος και θεωρείται ιδιαίτερα αξιόλογος για τους πίνακές του που εικονίζουν ιππείς και άλογα. Στον X.K. οφείλεται και ένα εξαίρετης τέχνης …   Dictionary of Greek

  • Χαν, Αμαδαίος Εμμανουήλ — (Hahn, 1801 – 1867). Ελβετός φιλέλληνας, ο οποίος καταγόταν από τη Βέρνη. Το 1825 ήρθε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στις επιχειρήσεις της Τρίπολης και του Χαϊδαρίου και στην εκστρατεία της Χίου… …   Dictionary of Greek

  • Χαν, Γιόχαν — (Hahn, 1811 – 1869). Αυστριακός διπλωμάτης και συγγραφέας. Διετέλεσε πρόξενος της χώρας του στα Ιωάννινα (1847) και γενικός πρόξενος στη Σύρο (1851). Έγραψε Περιηγήσεις από το Βελιγράδι στη Θεσσαλονίκη (1861), Αλβανικά μελετήματα (1854), Ελληνικά …   Dictionary of Greek

  • Χάν, Γιόχαν — (Hahn). Γερμανός φιλέλληνας. Καταγόταν από το Ανόβερο. Ήρθε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1822, μαζί με τον στρατηγό Κάρολο Νόρμαν. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα και διακρίθηκε για τον ηρωισμό του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»