-
1 χάλκειος
A of copper or bronze, brazen,ἔγχεϊ χαλκείῳ Il.3.380
;αἰχμὴ χ. 4.461
;κληΐς Od.21.7
; αὐγὴ χ. gleam of brass, Il. 13.341; χάλκειον γένος, of the Age of brass, Hes. Op. 144;εἰκὼ χαλκείην Maiist.15
: once in Trag., χάλκειον κάρα, S.Fr. 537 (nisi leg. χάλκεον); in late Prose,χάλκειος σφαῖρα S.E.M.7.376
.II Subst., χάλκειος, ἡ, yellow fish thistle, Carlina corymbosa, Thphr.HP6.4.3, Plin.HN21.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χάλκειος
См. также в других словарях:
μαντείος — μαντεῑος, ον, θηλ. και εία, ιων. τ. μαντήϊος, η, ον (Α) 1. (ποιητ. τ.) μαντικός, προφητικός 2. αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη 3. φρ. α) «μαντεῑος ἄναξ» ο Απόλλων β) «μαντεία σποδός» η τέφρα που υπήρχε πάνω στον βωμό… … Dictionary of Greek
νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… … Dictionary of Greek