-
1 χάλκινος
[халкинос] επ. медныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χάλκινος
-
2 медный
-
3 меднокислый
όξινος χάλκινος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меднокислый
-
4 медный
медн||ыйприл χάλκινος, χαλκοῦς, μπακιρένιος, χαλκωματένιος:\медныйая монета τό χάλκινο νόμισμα, ἡ μπακίρα· \медныйая руда ἡ χαλκϊτις, τό μετάλλευμα χαλκοῦ· \медный колчедан мин. ὁ χαλκοπυρίτης· \медный купорос хим. ὁ θειικός χαλκός, ἡ γαλαζό-πετρα· ◊ \медный век ὁ χαλκοῦς αἰών \медный лоб презр. ὁ κουτεντές, τό ξόανο. -
5 медный
[μιέντνυΐ] εκ. χάλκινος -
6 медный
[μιέντνυϊ] επ χάλκινος -
7 медный
επ.1. χάλκινος, χαλκοματένιος•-ая посуда χάλκινο αγγείο•
-ые деньги χάλκινα χρήματα (χαλκούνες).
|| του χαλκού•-ая промышленность βιομηχανία χαλκού.
|| χαλκούχος, χαλκο.φόρος•-ая руда χαλκομετάλλευμα•
медный колчедан χαλκοπυρίτης•
медный купорос θειτκός χαλκός (γαλαζόπετρα ή βιτριόλι του χαλκού).
2. χαλκόχρωμος•-ое лицо χαλκόχρωμο πρόσωπο.
εκφρ.медный век – η εποχή του χαλκού•медный лоб – βλ. меднолобый• -
8 труба
-ы, πλθ. трубы θ.1. σωλήνας•водопроводная труба ο υδροσωλήνας•
газопроводная труба σωλήνας αεριοαγωγός ή φωταερίου•
воздухопроводная труба σωλήνας αεραγωγός ή αερισμού•
медная труба χάλκινος σωλήνας•
стальная труба ατσάλινος σωλήνας•
стеклянная труба γυάλινος σωλήνας•
труба телескопа σωλήνας τηλεσκοπίου.
2. τρομπέτα, σάλπιγγα. || χωνί, χοάνη•труба репродуктора η χοάνη του μεγάφωνου.
3. καπνοδόχος, φουγάρο, καμινάδα.4. (ανατ.) σάλπιγγα•еф-стахиева труба ευσταχιανή σάλπιγγα•
фаллопиева, труба ωαγωγός (ή σάλπιγγα) μήτρας.
5. (κυνηγ.) η ουρά της αλεπούς.6. -ойεπίρ. α) κάθετα, κατακόρυφα, β) χωνοειδώς, σαν χωνί.7. καταστροφή, χαμός, τέλος.εκφρ.аэродинамическая труба – αεροδυναμικός σωλήνας•мостовая труба – ο υδροσωλήνας κάτω από την οδό•нетолченая труба – μεγάλος συνωστισμός, πλήθος αδιαπέραστο•пожарная труба – ο πυροσβεστικός σωλήνας•дело труба – (απλ.) η υπόθεση πάει άσχημα•хвост -ой – τόσκάσε, έφυγε•пустить (выпустить) в -у – α) καταστρέφω κάποιον οικονομικά, κάνω να πτωχεύσει, β) κατασπαταλώ, ανεμοσκορπίζω.
См. также в других словарях:
χάλκινος — η, ο / χάλκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», επιγρ.) νεοελλ. φρ. «χάλκινα όργανα» ή, απλώς, «τα χάλκινα» μουσ. είδος αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων κυρίως, οργάνων, τών οποίων ο ήχος… … Dictionary of Greek
χάλκινος, -η — ο ο κατασκευασμένος από χαλκό, χαλκωματένιος: Χρησιμοποιεί για τα γλυκά χάλκινα ταψιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάλκινον — χάλκινος of bronze masc acc sg χάλκινος of bronze neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκίνην — χάλκινος of bronze fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκινα — χάλκινος of bronze neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκινοι — χάλκινος of bronze masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek