-
1 συγ-κροτέω
συγ-κροτέω, zusammenschlagen; τὼ χεῖρε, zuklatschen, beklatschen, Xen. Cyr. 2, 2, 5; Ar. Equ. 469, wo aber eine Anspielung auf das vorangehende χάλκευε darin liegt. – Pass. Beifall finden, Xen. Conv. 8, 1; – zusammenschmieden, übh. vereinigen, zusammenziehen, Plat. Crat. 415 d 416 b 421 a; αἱ συγκεκροτημέναι ἑταιρίαι, Plut. Lys. 13; συνεκρότει τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως, Phoc. 12; – übrtr., zusammen einüben, vorbereiten, συγκεκροτημένος τὰ τοῠ πολέμου, Dem. 2, 17, wie Hdn. 7, 2, 4, εἰς πολεμικὲν ἄσκησιν συγκεκρότηκε, mit ironischer Nebenbeziehung; συγκεκροτημένη εἰρεσία, πληρώματα, Pol. 2, 34. 1, 61, 3; vgl. Xen. Mem. 6, 11, 12; ὑπὸ συγκεκροτημένου ἀνϑρωπίσκου καταγωνισϑείς, Luc. conviv. 19.
См. также в других словарях:
χάλκευε — χαλκεύω make of copper pres imperat act 2nd sg χαλκεύω make of copper imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκευ' — χάλκευε , χαλκεύω make of copper pres imperat act 2nd sg χάλκευε , χαλκεύω make of copper imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύω — ΝΜΑ [χαλκεύς] 1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι από χαλκό 2. (αμτβ.) είμαι χαλκεύς, κατεργάζομαι τον χαλκό νεοελλ. μτφ. α) πλάθω, δημιουργώ («τόν παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες») β) μηχανορραφώ, μηχανώμαι («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες») μσν.… … Dictionary of Greek