Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φῶτιγξ

См. также в других словарях:

  • φώτιγξ — ώτιγγος, ἡ, ΜΑ (στους Αιγυπτίους) είδος πλαγιαύλου που πιστευόταν ότι επινοήθηκε από τον Όσιρι, έναν από τους σημαντικότερους θεούς τής αρχαίας Αιγύπτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., πιθ. δάνεια, η οποία εμφανίζει το επίθημα ιγξ το οποίο απαντά… …   Dictionary of Greek

  • φωτίγγιον — τὸ, ΜΑ [φῶτιγξ, φώτιγγος] 1. υποκορ. τού φῶτιγξ* 2. (κατά τον Ζωναρ.) «ὄρνεον» …   Dictionary of Greek

  • PHOTINX — Graece φωτὶγξ, genus tibiae, quae πλαγίαυλος dicebatur: πλαγιαύλης et φωτιγγίςτης idem. Latine Plagiaula; quô pactô legendum in Gloss. cap. de Spectac. ubi corrupte scriptum Plagiola, φοτωγίςτη, pro φωτιγγίςτης. Alexandrinum fuisse inventum, e… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLAGIAULA — in Glossis MS. yaraules, hydraula, fotinestes, plagiaula, apud Salmas. qui legi vult, ὑδραύλης, hydraula: φωτιγγίςτης, plagiaula. Φώτιγξ enim tibiae genus, quae πλαγίαυλος dicebatur, unde πλαγιαύλης et φωτιγγίςτης idem. Servius Graecorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φωτιγγιστής — ὁ, ΜΑ αυτός που παίζει τη φώτιγγα, αυλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῶτιγξ, φώτιγγος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φωτιγγίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»