-
1 ἥλιος
ἥλιος, ὁ, poet. ἠέλιος, u. so immer Hom., außer Od. 8, 271, wie auch die sp. Ep.; dor. ἅλιος u. als nom. pr. (w. m. s.), auch Ἀέλιος (verwandt mit ἕλη, aber auch mit ἠώς), die Sonne, Hom. u. Folgde überall. Vom Aufgehen der Sonne bei Hom. ἀνιέναι, auch ἀνορούειν u. ἀνανεῖσϑαι, andere Dichter ἀνέρχομαι, τέλλω, in Prosa am gew. ἀνίσχειν u. ἀνέχειν; vom Untergehen δῦναι u. δύεσϑαι, Hom. u. A.; poet. ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφϑιτο, Aesch. Pers. 369; ἐς νύκτ' ἀποστείχοντος ἡλίου Suppl. 750; ἐκλείπω, ἔκλειψις, von der Sonnenfinsterniß; die subst. ἀνατολαί, δύσις, φάος, φέγγος, αἴγλη, αὐγαί, σέλας, ἀκτίς, βολαί, s. unter den betreffenden Artikeln; – ὑφ' ἡλίῳ, unter der Sonne, auf der Erde, τῶν ὑφ' ἡλίῳ ἀρίστη Eur. Alc. 151; dah. οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ, lebt nicht mehr, 396, wie oft bei Hom. ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, leben; αἳ γὰρ ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ – ναιετάουσι πόληες Il. 4, 44; τῶν ὑπὸ τουτονὶ τὸν ἥλιον ἀνϑρώπων Dem. 18, 270; τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον μεγίστων ἡγεμονιῶν Plut. Lucull. 30. – Bei Hom. ist πρὸς Ἠῶ τ' Ἠέλιόν τε die gew. Bestimmung der Lichtseite der Erde (Morgen u. Mittag), im Ggstz von πρὸς ζόφον, Il. 12, 239 Od. 9, 26. 13, 240; noch Her. setzt πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς u. πρὸς ἑσπέρην sich entgegen, 7, 58; – das Tageslicht, der Tag, ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί Pind. Ol. 13, 36; φῶς ἓν ἡλίου Eur. Rhes. 447; ἡλίους μ υρίους διελϑών Hel. 658, vgl. El. 654; einzeln auch in Prosa; Sonnenschein, ἥλιος πολύς Luc. nav. 35; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσϑαι, in der Sonne liegen, Plut. Alex. 14. – Im plur. Sonnenstrahlen, οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει Thuc. 7, 87; vgl. Arist. H. A. 8, 7; öfter bei Sp., wie Ael. H. A. 16, 17; D. Per. 40.
-
2 λαμπρός
λαμπρός ( λάμπω), 11 leuchtend, glänzend, Hom. meist vom Glanz der Himmelskörper, λ. φάος ἠελίοιο, Il. 1, 650, ἀστήρ, 4, 77, u. des Erzes, φάλοι, κόρυϑες, 13, 132. 17, 269; so Pind. φέγγος, ἀκτῖ. νες, P. 8, 101. 4, 198; ἡλίου κύκλος, Aesch. Pers. 496, wie Soph. Ant. 412; λαμπρὸν ἡλίου σέλας El. 17; auch στεροπή, Ai. 250; übertr., τὸ λαμπρὸν φῶς ἀποσβεννὺς γένους frg. 497; auch in Prosa, πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γίνεσϑαι D. Hal. 3, 27; ἦν σελήνη λαμπρά, heller Mondschein, Thuc. 7, 44; – αἰϑήρ, Eur. Or. 1087; vgl. Ar. Nub. 269; – κάλλος, strahlende Schönheit, Plat. Phaedr. 250 b; vom Auge, ὄμμα, Eur. Hec. 1045; Soph. O. R. 1483. – Von allen glänzenden Farben, besonders = weiß, rein, χιτὼν λαμπρὸς ἦν ἠέλιος ὥς Od. 19, 234; bei Pol. 10, 4, 5 von der toga candida; von prächtigen Kleidern, ἐβουλόμην σε ὡς λαμπρότατον φανῆναι Xen. Cyr. 2, 4, 5. – Auch von der Stimme, helltönend, laut, Poll. 2, 116; λαμπρὰ κηρύσσειν, Eur. Heracl. 864; λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, Dem. 19, 199; φώνημα λαμπρότατον, Luc. Alex. 3; übertr., hell, einleuchtend, λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν Aesch. Eum. 764, wie λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως Prom. 835; λαμπρὰ συμβαίνει, glänzend trifft es ein, Tr. 1164; so kann man auch fassen γεγενημένης τῆς νίκης λαμπρᾶς ἤδη, da der Sieg entschieden war, Thuc. 7, 55. – 2) rein u. unvermischt, vom Wasser, klar, βορβόρῳ ϑ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων Aesch. Eum. 695; τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; dah. kräftig, frisch, ἄνεμος, Her. 2, 96; vgl. Plut. Them. 14; Pol. 1, 44, 3. 60, 6; ἀνέμου λαμπρὸν καταπνέοντος Plut. conj. praec. 413, was Einige trans, hell machend, die Luft reinigend od. die Wolken verjagend erkl., unrichtig. Dahin kann man auch rechnen μάχη λαμπρά, heftige Schlacht, Pol. 10, 12, 15, vgl. 16, 5, 7, κίνδυνος λαμπρότερος, 1, 45, 9. – 3) oft von Menschen, theils = durch Thatenglanz hervorleuchtend, berühmt, angesehen, ἐν Ἀϑήνῃσι, ἐν πολέμοις, Her. 6, 125. 7, 154; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσϑαι Soph. O. C. 1146; Παυσανίαν καὶ Θεμιστοκλέα, λαμπροτάτους γενομένους τῶν καϑ' ἑαυτούς Thuc. 1, 138; ἐν τοῖς κινδύνοις Pol. 24, 1, 6; – theils durch Aufwand od. Lebensweise, prachtliebend, freigebig, splendid, ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr. 3, 56; ὁμολογῶ Μειδίαν ἁπάντων τῶν ἐν τῇ πόλει λαμπρότατον γεγενῆσϑαι Dem. 21, 153; Plat. Hipp. min. 368 d; πρὸς τὰ χρήματα Plut. Philop. 15. Auch τῶν διϑυράμβων τὰ λαμπρά, prunkvoll, Ar. Av. 1388, vgl. Plut. 144; ἔπη Soph. O. C. 725. Aehnl. οὐκ ἐν λόγοις ἦν λαμπρὸς ἀλλ' ἐν ἀσπίδι – δεινὸς σοφιστής Eur. Suppl. 902. – Adv. λαμπρῶς, glänzend, prächtig, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα προςελϑεῖν, Xen. Cyr. 2, 4, 1; – heftig (s. oben 2), ἐπικείμενοι Thuc. 7, 71; λαμπρῶς ἐχρήσαντο τοῖς χρήμασι Pol. 4, 57, 10.
-
3 κατ-οικίζω
κατ-οικίζω, 1) ansiedeln, in einen Wohnsitz versetzen; τούτους εἰς Μέμφιν Her. 1, 154; χώρᾳ κατοικιῶ Soph. O. C. 642; γυναῖκας εἰς φῶς ἡλίου, ans Tageslicht bringen, Eur. Hipp. 617; ψυχὴν ἀτίμως ἐν τάφῳ Soph. Ant. 1056; ἑαυτόν Plat. Rep. IX, 592 b; ἐκγόνους ἐν τόπῳ Critia. 113 c; τὸ ϑνητὸν εἰς ἄλλην οἴκησιν Tim. 69 d; Sp., ἐκ Ῥώμης εἰς Καμερίαν Plut. Rom. 24; den Verbannten in sein Vaterland zurückführen, γῆς πατρῴας ἐστερημένον σύ τοι κατῴκισάς με Aesch. Eum. 726; übtr. τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα, Hoffnungen in Einem gründen, erwecken, Prom. 250; εἰς τὰς ἀρχαίας οἰκήσεις Plat. ep. 8 p. 357 b. – Pass. angesiedelt werden, sein, wohnen; Θήβας, οὗ κατῳκίσϑην ἐγώ Eur. Herc. Fur. 13; κατοικίσϑησαν ἐν Αἰγύπτῳ Her. 1, 154; κατοικισϑεὶς εἰς τόπους Thuc. 2, 102; τὴν περὶ τὸ ἧπαρ ψυχῆς μοῖραν κατῳκισμένην Plat. Tim. 71 d, vgl. 89 e. – 2) γῆν, πόλιν, eine Stadt, ein Land mit Ansiedlern besetzen, bevölkern, anbauen; Θεμίσκυράν ποτε κατοικιοῦσιν Aesch. Prom. 727; Ar. Av. 196; Λεοντίνους, im Ggstz von ἐξοικίζω, Thuc. 6, 76; πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον Plat. Rep. II, 370 e; νήσους Isocr. 4, 35. – Isocr. 19, 23. 24 braucht auch, nach den besseren mss., das med., κατοικισάμενος ἐν Τροιζῆνι, εἰς Αἴγιναν, sich niederlassen.
-
4 καυσ-ώδης
-
5 ἀν-έρχομαι
ἀν-έρχομαι (s. ἔρχομαι), 1) hinaufgehen, emporsteigen, ἐς σκοπιήν, zur Warte, Od. 10, 97; ἐξ Ἅιδου ἐς ϑεοὺς ἀνελϑεῖν Plat. Rep. VII, 521 c; κάτωϑεν Ar. Av. 1562; εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 4, 28; auftreten auf der Rednerbühne, Plut. Aem Paul. 31; – aufschießen, vom schlanken Wuchs eines jungen Baumes, Od. 6, 163. 167; von der Sonne, ἡλίου φῶς, Aesch. Ag. 644; vgl. λαμπ τῆρες Ch. 529, wo Valcken. ἀνῇϑον corr. – 2) zurückkommen, heimkehren, ll. 6, 187; ἂψ. ἀν. 4, 392; αὺτις ἀν. Od. 1, 317; so Soph. Phil. 621; πάλιν ἐπ' αρχήν Plat. Tim. 69 a; ἄνελϑέ μοι πάλιν, erzähle mir wiederum, Eur. Phoen. 1213.
-
6 κατοικίζω
κατ-οικίζω, (1) ansiedeln, in einen Wohnsitz versetzen; γυναῖκας εἰς φῶς ἡλίου, ans Tageslicht bringen; den Verbannten in sein Vaterland zurückführen; übtr. τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα, Hoffnungen in einem gründen, erwecken. Pass. angesiedelt werden, sein, wohnen. (2) γῆν, πόλιν, eine Stadt, ein Land mit Ansiedlern besetzen, bevölkern, anbauen; κατοικισάμενος ἐν Τροιζῆνι, εἰς Αἴγιναν, sich niederlassen
См. также в других словарях:
ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… … Dictionary of Greek
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
αίγλη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη Ναϊάς, σύζυγος του ‘Ήλιου, μητέρα των τριών Χαρίτων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, πάντως, οι Χάριτες είχαν πατέρα τον Δία και μητέρα την Ευρυνόμη. 2. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης.Οι θεοί την έκαναν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη … Dictionary of Greek
ηλιόφωτος — η, ο 1. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο 2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόφωτο το φως τού ήλιου, το ηλιόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φωτος (< φως), πρβλ. λειψί φωτος, πολύ φωτος] … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ντεγκά, Εντγκάρ — (Edgar Degas, Παρίσι 1834 – 1917). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Όπως και ο Μανέ, ανήκε σε παλιά αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν πλούσιος τραπεζίτης) και, παράλληλα με… … Dictionary of Greek
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia